Ο ζυγός στην ουσία ήταν το εργαλείο με το οποίο «αιχμαλώτιζαν» τα βοοειδή και τα υποχρέωναν να σέρνουν το ησιόδειο βοϊδάλετρο. Στο αλογάλετρο ζυγό ή παλατζόξυλο έλεγαν ένα ειδικό σκληρό κοντόξυλο, που συνέδεε το αλέτρι με το λοιπό μηχανισμό ζεύξης των ζώων.
Ο κλασσικός ζυγός του ησιοδείου, όμως διεκδικεί όλη την ποίηση και το συμβολισμό της σκλαβιάς και της τυράγνιας. Είναι αυτός που έδωσε το όνομά του, σαν δεύτερο συνθετικό, σε μια σειρά λέξεις, όπως υποζύγιο, σύζυγος κ.λπ. Το σωστό ζέψιμο δύο υπόζυγων ζώων, ήταν κάτι σαν… ένα πετυχημένο πάντρεμα δύο συζύγων! Τα ζώα έπρεπε να γνωρίζονται μεταξύ τους, να ταιριάζουν, να έχουν την ίδια δύναμη, να είναι συνομήλικα κ.λπ.
Ο Μωυσής έγραψε στο Δευτερονόμιο: «ουκ αροτριάσεις μόσχω και όνω επί τω αυτώ», όμως στην ανάγκη παραβιάζονται και οι θεόπνευστες εντολές!
Ο ζυγός είναι ένα τετραγωνισμένες κορμός από νεαρό έλατο, μήκους όσο χρειάζεται να χωράνε τα υπόζυγα ζώα.
Κατασκευαστικά φέρει στα άκρα του δυο «χαμηλές καμάρες» για να φωλιάζει ο σβέρκος των ζώων, τις λεγόμενες «ζυγοφωλιές» (1), που για την προστασία του σβέρκου των αγελάδων ήταν επενδεδυμένες με αρνοτόμαρο το λεγόμενο «ζυγομάχι» (2). Ένθεν και ένθεν στην κάθε ζυγοφωλιά υπάρχουν δυο «ζυγότρυπες» (3) που μέσα τους περνάει η κάθε «ζέβλα» (4), η οποία ασφαλίζει στο ζυγό με δυο καρφιά, τα «πιζάβλια» (5). Προκειμένου για τις πρόχειρες «γουρουνόζεβλες» (6) δεν χρειάζονταν πιζάβλια, γιατί μανδάλωναν με τη διχάλα που άφηναν όταν την έκοβαν από το δέντρο. Στο μέσον του ζυγού ανοίγουν τη «κλειδότρυπα»(7), με τη βοήθεια της οποίας προσδένονται ο ζυγός με το αλέτρι.
Παλιότερα, γι΄ αυτόν το σκοπό, χρησιμοποιούσαν τη «σκάλη» (8), που ήταν μια απλή ξύλινη κουλούρα. Κατ΄ αρχήν την έδεναν στη μέση στο ζυγό με πλεγμένες λουρίδες «λουριά» (9) από γιδόδερμα ή τυροδέρματα (από παλιά τουλούμια) και την ασφάλιζαν με το «τσάρκι» (10), που ήταν ένα γερό ξύλο ή κόκαλο, και βοηθούσε στην πρόσδεση της σκάλης με το ζυγό. Από αυτό άρχιζαν και σ΄ αυτό τέλειωναν τα λουριά πρόσδεσης.Στη συνέχεια περνούσαν μέσα στη σκάλη το σταβάρι του αλετριού και το μανδάλωναν με το κλειδί του.
Σαν τον δεσμό της σκάλης με τον ζυγό, ήταν ο γόρδιος δεσμός του Μεγαλέξανδρου, που όπως μας πληροφορεί ο Αριανός:
Δυο βόδια, που ήταν ζεμένα σε ζυγό, έσερναν, όπως στο ησιόδειο, την άμαξα του Γορδίου, που προσδενόταν με το ζυγό μέσω μιας αντίστοιχης σκάλης, μ΄ ένα δέσιμο που δεν μπορούσε να το λύσει ούτε ο… Διάολος. Υπήρχε προφητεία που έλεγε πως όποιος λύσει αυτόν το «δεσμό» θα κυριεύσει την Ασία. Ο Αλέξανδρος έσυρε το σπαθί του και τον έκοψε, σηματοδοτώντας έτσι και το πως θα κατακτούσε την Ασία.
Με την ανάπτυξη της σιδηρουργίας στα χωριά, η ξύλινη σκάλη έγινε ένα σπαστό διπλό σιδερένιο εξάρτημα, το οποίο άκουε στο όνομα «λουριά» (10), σε ανάμνηση των λουριών της παλιάς σκάλης, που ασφάλιζε πάνω στο ζυγό με μια ειδική «σφήνα» (11).
