Την επέκταση του επιδόματος μετεγκατάστασης ύψους έως 10.000 ευρώ σε έξι ακόμη Περιφερειακές Ενότητες της χώρας ανακοίνωσε η υπουργός Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας Δόμνα Μιχαηλίδου, σε συνέντευξή της στον ΣΚΑΪ. Πρόκειται για ένα μέτρο που σχεδιάστηκε για να λειτουργήσει ως αντίβαρο στη δημογραφική συρρίκνωση και να δώσει κίνητρα εγκατάστασης σε περιοχές που αδειάζουν πληθυσμιακά.
Συγκεκριμένα, στο πρόγραμμα εντάσσονται πλέον οι Περιφερειακές Ενότητες Δράμας, Κιλκίς, Σερρών, Φλώρινας, Πέλλας και Καστοριάς, ενώ το ύψος της ενίσχυσης παραμένει αμετάβλητο, φτάνοντας έως τις 10.000 ευρώ, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια. Η υπουργός προανήγγειλε μάλιστα ότι το μέτρο θα επεκταθεί και σε άλλες –νησιωτικές και ηπειρωτικές– περιοχές που αντιμετωπίζουν έντονες δημογραφικές πιέσεις.
Ωστόσο, από τον χάρτη των ενισχύσεων απουσιάζει για ακόμη μία φορά η Ευρυτανία. Ούτε το Καρπενήσι, ούτε τα Άγραφα, περιοχές με από τα πιο οξυμένα προβλήματα πληθυσμιακής απομείωσης, γήρανσης και εγκατάλειψης οικισμών, περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα. Μια απουσία που προκαλεί εύλογα ερωτήματα, καθώς πρόκειται για έναν από τους πλέον ορεινούς και απομονωμένους νομούς της χώρας, με δεκάδες χωριά να μετρούν πλέον ελάχιστους μόνιμους κατοίκους.
Σήμερα, το επίδομα μετεγκατάστασης χορηγείται αποκλειστικά σε όσους εγκαθίστανται μόνιμα στους δήμους Σουφλίου, Διδυμοτείχου και Ορεστιάδας στον Έβρο. Εκεί, η ενίσχυση ανέρχεται σε 10.000 ευρώ για οικισμούς έως 500 κατοίκους και 6.000 ευρώ για μεγαλύτερους, με προσαύξηση 1.000 ευρώ ανά ανήλικο παιδί και ανώτατο όριο τις 10.000 ευρώ.
Το ερώτημα που επανέρχεται είναι απλό αλλά επίμονο: πώς είναι δυνατόν περιοχές όπως η Ευρυτανία, που εδώ και δεκαετίες «αιμορραγούν» δημογραφικά, να μένουν εκτός ενός μέτρου που υποτίθεται ότι απαντά ακριβώς σε αυτό το πρόβλημα; Και κυρίως, πότε θα αναγνωριστεί θεσμικά ότι η επιστροφή ζωής στα βουνά δεν είναι πολυτέλεια, αλλά αναγκαιότητα.
