Site icon evrytanikospalmos.gr

Μαθήματα πατριδογνωσίας στον Μάραθο

νιαβης

Η συγκινητική ανάρτηση του Ευρυτάνα συγγραφέα Πάνου Νιαβή για το Έπος του ‘40

Από το Μάραθο Αγράφων ο διακεκριμένος συγγραφέας και ποιητής Πάνος Νιαβής, μπροστά από το μνημείο των πεσόντων του Έπους του ’40, μιλώντας σε παιδιά έκανε ένα ταξίδι πίσω στο χρόνο για εκείνα τα δύσκολα χρόνια που έζησε και εκείνος σαν παιδί.

‘‘ -Αυτός  εδώ κορίτσια ήταν, αδερφός του προπροπροπάπου σας. Και  σαν σήμερα έφυγε από εδώ  να πάει στην Αλβανία  να πολεμήσει τους Ιταλούς φασίστες που μπήκαν  στη χώρα  μας  να την καταλάβουν.

-Και  δεν γύρισε πίσω; Κε Πάνο

-Όχι Έφη  δεν γύρισε, σκοτώθηκε   για  την πατρίδα   μας

-Και  τα παιδιά  του έμειναν ορφανά;

-Ναι Ελένη,  τα παιδιά  του έμειναν ορφανά  και  η μητριά  πατρίδα τα ξέχασε   μες την ορφάνια   τους…

Μαθήματα πατριδογνωσίας στον έρημο γενέθλιο Μάραθο αλλά και  με ένα απόσπασμα  από  το μυθιστόρημά  μου ΔΕΚΑ ΠΟΝΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟ ΧΙΟΝΙ  απο  την δεκάχρονη, το 1940 Δασιά, ηρωίδα  του βιβλίου  μου, για το πως είδε  ένα μικρό κορίτσι  την επιστράτευση του 1940.

…Ούτε στο πανηγύρι του Αγίου Αντωνίου δεν μαζεύονταν τόσος κόσμος! Άλογα, μουλάρια και γομάρια δεμένα τριγύρα. Αναδεύονταν και ακούγονταν τα βροντούμενά τους. Κυπράνες, κυπράκια, κουδούνια ή τσοκάνια.

Εμείς τα λιανοπαίδια ήμασταν κουρνιασμένα σε μια ακρούλα και δεν βγάζαμε κιχ. Οι άντρες παρέες, παρέες μίλαγαν μέσα κι έξω από τα τρία καφενεία, μίλαγαν αλλά δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Οι γυναίκες, οι μανάδες, κόρες και νύφες άλλες να κλαίνε κι άλλες να ρεκάζουν. Όσες δεν είχαν, οι λιγοστές δηλαδή, δικό τους γι’ αυτήν την επιστράτευση, όπως τη λέγανε, λέγανε λόγια παρηγόριας σ’ αυτές που έφευγαν τα παιδιά τους.

Ο Φίτσο-Τζίνας, ο καφετζής, ήταν πάνω από ένα μαύρο κουτί και έχωνε σε κάτι τρύπες, κάτι πράγματα που έμοιαζαν σαν καρφιά, δεμένα σε μαύρα σχοινιά που δεν ήταν, όμως, και σχοινιά, σ’ ένα άλλο μεγάλο κουτί στον τοίχο. Γύριζε μια μικρή μανιβέλα και φώναζε «έλα κέντρο κι έλα κέντρο, το στανιό μ’ μέσα».

Απίθωσε αυτό που κράταγε στ’ αυτί του και το  μαύρο κουτί  έκανε έναν παράξενο  θόρυβο «Ντριιιιν» έκανε τρεις φορές.

«Έλα κέντρο,  σε ακούω τώρα».

«Δώσε ονόματα όσων επιστρατεύονται».

«Γράφω σιγά-σιγά να προλαβαίνω».

Σαούρα όλοι, λες και είμαστε πεθαμένοι. Οι απόξω σπρώχνανε λίγο να μπουν μέσα αλλά δεν χώραγε καρφίτσα και όπου ήταν ο καθένας μας λούφαξε για να ακούει.

Μόλις είπε, «Αχρύβος Τζίνας», το όνομα του γιού του, ένιωσα σαν να χλώμιασαν οι λέξεις στο στόμα του!  Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια κραυγή από το καμαράκι πίσω απ’ το μπεζαχτά του καφενείου, η γυναίκα  του, η Τζίναινα, μαυροφορεμένη όσο τη θυμάμαι, όρμησε στο καφενείο ρεκάζοντας.

«Όχι κι άλλον στον πόλεμοοοοο», είπε. «Ο πατέρας μου δεν γύρισε το δεκατρία απ’ τη Μακεδονία, δυο αδέλφια μ’ πήγαν άμωρα στη Μικρασία. Και τώρα το μεγάλο το παλληκάρι μ΄,  ο λεβέντης μου, κινάει κι αυτός  για  πόλεμο, έλεος Μεγαλοδύναμε, δεν αντέχω άλλο!».

Κάποια  της έκλεισε το στόμα, την πήρε και την έβαλε πάλι στην κάμαρη πίσω απ’ το καφενείο.

«Περίμενε κέντρο», είπε ο Φίτζο Τζίνας, «πες πάλι, δεν άκουγα καλά, έκανε διακοπές  το τηλέφωνο».

«Καλά, τα έγραψα όλα. Κάτσε να στα διαβάσω κι εγώ μην δεν άκουσα κάποιο καλά», είπε, και με το δάχτυλο απ’ τα αριστερό χέρι τ’  όρθιο στο  στόμα τ’ μας έκανε νόημα  σσστ.

Διάβασε οχτώ ονόματα φωναχτά στο κέντρο. Άκουγε, έτσι, κι όλο το χωριό, τα ονόματα που τα πήρε εκείνη η επιστράτευση.

Άλλα τέσσερα παιδιά που ήταν κληρωτοί και υπηρετούσαν, στο σύνολο δώδεκα παιδιά, κίνησαν για τον πόλεμο εκείνη τη μέρα του Οκτώβρη του  Σαράντα.

Πήραν τον ανήφορο, τη στράτα που πάει κατά το «Ζαρκάδ’» μεριά, κι από εκεί ίσα πέρα για το Αράσοβο, μέσα σε ρέκους γυναικών και τα σκυθρωπά αμίλητα βλέμματα των ανδρών.

Κάποιος πήγε να πιάσει ένα δημοτικό της τάβλας, αλλά πού όρεξη, κανένας δεν τον ακολούθησε κι έσβησε σιγά–σιγά μες στο στόμα τ’.

Εφτά δεν γυρίσανε ποτέ! Τα πήρες κοντά Σ’εκείνον τον βαρύ χειμώνα, Μεγαλοδύναμε, κι ένας γύρισε σακάτης με κομμένο το δεξί ποδάρι λίγο  πιο πάνω απ’ το γόνατο.

Μαυρόψυχος άνθρωπος θυμάμαι, πήρε κοσμάκη στον λαιμό τ’ μετά μες τον Εμφύλιο.

Αυτήνοι που δεν γύρισαν, τους γράψανε τα ονόματα τους, πολύ αργότερα, σε πλάκα  έξω απ’ την εκκλησιά. Τα βάλανε μαζί μ’ άλλους παλιότερους, που είχαν σκοτωθεί νωρίτερα σ’ άλλους πολέμους, και στις  εθνικές γιορτές τους φώναζε ο Λέστιος ο Ψαλής έναν-έναν και τα ΤΕΑ ντουφέκιζαν στον αέρα ενώ αυτός έλεγε βαριεστημένα  ένα «έπεσε υπέρ πατρίδος».

Οι δάσκαλοι αν και ήταν ξενομερίτες και δεν είχαν γνωρίσει ποτέ τους «πεσόντες υπέρ πατρίδος», ακούμπαγαν ένα  στεφάνι από δάφνες και  κισσούς μπροστά απ’ την πλάκα.

Την άλλη μέρα έστελνε ο Φίτζο Τζίνας, τη  γυναίκα τ’,  έπαιρνε το στεφάνι και το έδινε στις γίδες του να το φάνε .

Μετά ρήμωσε το χωριό, έκλεισε το σχολείο, αυτοί που τους θυμότανε,  πεθαίνουμε ένας-ένας και μια–μια.

Ξεθώριασαν τα ονόματα στην πλάκα και κανένας πια δεν τους θυμάται κι ας πέσανε  οι έρμοι «υπέρ της πατρίδας».’’

Exit mobile version