Η καλύτερη απάντηση στις βάσεις των Πανελληνίων και στην κατακόρυφη πτώση των φιλολογικών σχολών, είναι η παρέμβαση του φιλολόγου Αποστόλη Ζυμβραγάκη που μιλώντας στο Dnews ξεδίπλωσε τι κρύβεται πίσω από τον κίνδυνο παραγκωνισμύ των Φιλολογικών Τμημάτων.
«Στην αρχαία Ελλάδα, η παιδεία θεωρούταν προϋπόθεση της ελευθερίας. Ένας άνθρωπος ήταν «πολίτης» επειδή μπορούσε να μιλήσει, να σκεφτεί, να επιχειρηματολογήσει, να σταθεί σε έναν δημόσιο διάλογο με αυτογνωσία και λόγο. Η φιλολογία — η ενασχόληση με τον λόγο, τη μνήμη, την παράδοση και το συναίσθημα που κρύβεται πίσω από τις λέξεις — δεν ήταν ένα επάγγελμα. Ήταν ένας τρόπος να είσαι άνθρωπος.
Κι όμως, στην Ελλάδα του 21ου αιώνα χώρα που γέννησε τη ρητορική και τη γραμματεία ένας φοιτητής μπορεί να εισαχθεί σε σχολή Φιλολογίας με βαθμό 8. Ενδεικτικό όχι μόνο της υποβάθμισης ενός πανεπιστημιακού τμήματος, αλλά ίσως προάγγελος μιας βαθύτερης πολιτισμικής κρίσης. Δεν ζούμε πια στην εποχή των βιβλίων. Ζούμε στην εποχή των δεδομένων. Ο Homo Sapiens αντικαθίσταται σταδιακά από τον Homo Algorithmicus· έναν οργανισμό που δεν χρειάζεται αφήγηση, αλλά ακριβή πρόβλεψη· που δεν ενδιαφέρεται για το «γιατί» του ανθρώπου, αλλά για το «πώς» της μηχανής. Σε έναν τέτοιο κόσμο, η φιλολογία μοιάζει περιττή. Δεν προσφέρει δεξιότητες τεχνολογίας, δεν παράγει κώδικα, δεν οδηγεί σε οικονομική ανάπτυξη. Δεν καταγράφει, δεν μετρά. Μόνο ερμηνεύει. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημά της. Γιατί φοβόμαστε την ερμηνεία; Η ερμηνεία απαιτεί χρόνο, αμφιβολία, ιστορική γνώση και ενσυναίσθηση. Είναι αργή, εύθραυστη και άβολη. Σε αντίθεση με τις “δεδομένες” αλήθειες του ψηφιακού κόσμου, η φιλολογία σου ψιθυρίζει: «Μπορεί να κάνεις λάθος. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλες οπτικές. Η γλώσσα είναι ρωγμή, όχι τοίχος».
Οι κοινωνίες που γυρίζουν την πλάτη τους σε αυτή τη στάση ζωής γίνονται πιο φτωχές. Όχι οικονομικά, αλλά υπαρξιακά. Και όσο οι πολίτες γίνονται αναγνώστες memes αντί για ποίησης, καταναλωτές πληροφορίας αντί για φορείς κρίσης, τόσο ενισχύεται το εξής παράδοξο: Δεν είμαστε αμόρφωτοι. Είμαστε υπερπληροφορημένοι αλλά βαθιά αναλφάβητοι στον Λόγο.»
Παράλληλα τονίζει ότι «η κρίση της φιλολογίας στην Ελλάδα δεν είναι μόνο κοινωνική ή πολιτισμική· είναι παιδαγωγική. Στα σχολεία, η λογοτεχνία έχει καταντήσει ύλη πανελλαδικών. Η γλώσσα διδάσκεται σαν μαθηματική εξίσωση. Οι αρχαίοι συγγραφείς, αντί να προκαλούν δέος ή φιλοσοφική ταραχή, γίνονται αντικείμενα εξαντλητικής συντακτικής ανάλυσης. Το μάθημα του «λόγου» έχει αντικατασταθεί από το μάθημα της υποτακτικής. Το μήνυμα στους μαθητές είναι σαφές: «Μη σκέφτεσαι· αναπαράγαγε. Μη νιώθεις· εξήγησε. Μη γράφεις· σημείωνε.» Μπορούμε να κατηγορούμε τους εφήβους που δεν επιλέγουν φιλολογία, αλλά ίσως δεν τους δώσαμε ποτέ την ευκαιρία να τη γνωρίσουν. Αν η φιλολογία εκλείψει, τι χάνουμε;
Τη δυνατότητα να συνομιλήσουμε με το παρελθόν χωρίς να το φετιχοποιούμε. Τη δύναμη να ονομάσουμε τον εαυτό μας με ακρίβεια και ποίηση. Την ικανότητα να αναγνωρίσουμε τα αφηγήματα εξουσίας και να τα αποδομήσουμε. Τη δημοκρατική μας ταυτότητα, που είναι θεμελιωμένη στον δημόσιο λόγο, τη διαφωνία, την επιχειρηματολογία. Χωρίς φιλολόγους, ίσως αποκτήσουμε περισσότερους τεχνικούς. Ίσως φτιάξουμε εξυπνότερες εφαρμογές. Ίσως αυξήσουμε το ΑΕΠ. Αλλά θα ξέρουμε ποιοι είμαστε; Θα μπορούμε να πούμε ιστορίες για τον εαυτό μας, πέρα από hashtags και οικονομικούς δείκτες;
Η φιλολογία δεν είναι το παρελθόν. Είναι το μόνο εργαλείο που έχουμε για να συνδεόμαστε με νόημα· με τους άλλους, με το παρελθόν, με τον εαυτό μας. Ίσως σε 50 χρόνια, οι άνθρωποι να μπορούν να προγραμματίζουν, να ταξιδεύουν στο διάστημα, να επιμηκύνουν τη ζωή τους. Αλλά αν δεν ξέρουν να διαβάζουν βαθιά, να σκέφτονται ποιητικά και να ακούν τον άλλο, τότε δεν θα είναι πιο ελεύθεροι. Θα είναι απλώς πιο μόνοι. Και ίσως τότε, να αναζητήσουν ξανά εκείνους που κάποτε λέγονταν φιλόλογοι.» καταλήγει.
