Ο φόβος της μνήμης
‘‘Όταν το «Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη» εγκαινιάζεται το 1932, η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας περιόδου βαθιάς αβεβαιότητας: οι δικτατορικές εναλλαγές, η αμφιθυμία του κοινοβουλευτισμού, ο εθνικός διχασμός που δεν έχει επουλωθεί, όλα συγκλίνουν στην ανάγκη ενός νέου συμβόλου ενότητας. Το κράτος της δεκαετίας του ’30 δεν επιθυμεί απλώς να τιμήσει τους νεκρούς του, θέλει όμως να κατασκευάσει μια οντολογία της ομοψυχίας. Και σε αυτό το πλαίσιο, το Μνημείο δεν είναι απλώς ένας λίθος, αλλά μια θεολογία του κενού — ένας τόπος όπου το κράτος σιωπά για να μιλήσει μέσω της σιωπής του.
(…)
Η δεκαετία του ’30 αγαπούσε τα τελετουργικά. Μέσα από την αρχιτεκτονική των μνημείων, το κράτος αναζητούσε μια νέα αισθητική της πειθαρχίας: ο Μεσοπόλεμος δεν ήταν μόνο εποχή ιδεών, αλλά και εποχή χειρονομιών, πομπών, στάσεων, ρυθμικών βηματισμών. Το Μνημείο του Αγνώστου, τοποθετημένο στο κατώφλι της Βουλής, δεν είναι απλώς σύμβολο μνήμης αλλά είναι τελετουργικός φραγμός ανάμεσα στη λαϊκή οδό και στη θεσμική εξουσία. Ο άγνωστος στρατιώτης δεν ανήκει πια στον λαό αλλά ανατίθεται στο κράτος, που του αποδίδει τη σιωπή ως ύψιστη τιμή. Στο σημείο αυτό, η φλόγα της Αγίας Λαύρας—πραγματική ή μυθική—προσδίδει στο Μνημείο τη διάσταση του ιερού: το καθιστά άβατο. Και αυτό είναι το παράδοξο, ότι το άγνωστο σώμα γίνεται ιερό αντικείμενο.
Η φλόγα, λοιπόν, δεν είναι απλώς συμβολισμός ελευθερίας· είναι ο μηχανισμός αγιοποίησης της εξουσίας. Το κράτος ανάβει το φως για να ορίσει ποιος επιτρέπεται να πλησιάσει. Στη φλόγα αυτή, ο Foucault θα αναγνώριζε το παράδειγμα της «πειθαρχημένης μνήμης»: το μνημείο επιτελείται ως τελετουργική σκηνή επιτήρησης. Ο χώρος μπροστά του, διαγραμμισμένος, φυλασσόμενος, μετρημένος, δεν είναι κοινός τόπος, αλλά σκηνή υποταγής. Και το ότι αυτή η σκηνή θεωρείται «ιερή» σημαίνει ότι η κοινωνία αποδέχθηκε, χωρίς αντίρρηση, πως το πένθος της οφείλει να είναι σιωπηλό.
(…)
Έτσι, το Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη παραμένει καθρέφτης των πολιτικών μας μεταπτώσεων. Από τη μνημειακή σιωπή του ’30 ως την επιτελεστική διαμαρτυρία του σήμερα, το ζήτημα είναι πάντοτε το ίδιο: σε ποιον ανήκει η μνήμη. Αν το Μνημείο είναι πράγματι εθνικό, τότε οφείλει να είναι και δημόσιο κι αν είναι δημόσιο, τότε δεν μπορεί να είναι άβατο. Η φλόγα, είτε καίει είτε όχι, έχει πια μόνο έναν λόγο να συνεχίζει: να φωτίζει το δικαίωμα του πολίτη να σταθεί απέναντι στο μάρμαρο και να πει το όνομά του.
Γιατί, στο τέλος, το μόνο πραγματικά άγνωστο στο Μνημείο δεν είναι ο στρατιώτης αλλά ο τρόπος με τον οποίο το κράτος συνεχίζει να φοβάται τη μνήμη του’’.
fb Manos Lambrakis
