
Γράφει ο Γιάννης Δημητρίου, γεωλόγογος, ερευνητής της τοπικής ιστορίας και λαογραφίας
Νομίζω μια πολύ χαρακτηριστική εικόνα στις εκκλησιές μας αυτές τις ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδας -και πολύ συγκινητικά γοητευτική κατά τη γνώμη μου- είναι μικρά παιδιά ή και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες να κρατάνε τις “συνόψεις” τους και να παρακολουθούν τα αναγνώσματα και τους ύμνους των ημερών. Λαογραφικώς ενδιαφέρουσα συνήθεια, των τελευταίων 150 ετών αυτή, έχει τις ρίζες της στην Αυλή της Βασίλισσας Όλγας, στο παλάτι δηλαδή των Αθηνών της περιόδου 1864- 1913, Μεταξύ πολλών καινοτομιών έγιναν μόδα από την Όλγα, σύμφωνα με την στενή φίλη και ιδιαιτέρα γραμματέας της Βασ. Όλγας, την κ. Ιουλία Καρόλου, ήταν και η χρήση “φυλλάδων” που περιείχαν τις ακολουθίες των Χαιρετισμών και της Μ.Εβδομάδας, οι οποίες συρραμμένες αργότερα σε τευχίδια από τους βιβλιοπώλες και τυπογράφους των Αθηνών αποτέλεσαν bestsellers της εποχής. Από τους βιβλιοπώλες και ο τίτλος “Ιερά Σύνοψις”. Και φτάνουμε σήμερα, που έως και το τελευταίο ορεινό χωριό μας, θα βρεθεί μια γιαγιά που θα έχει να δώσει μια “σύνοψη” στο παιδί, να το κρατάει απασχολημένο κατά την διάρκεια των πολύωρων ακολουθιών.
Εδώ βέβαια αρχίζουν τα ευτράπελα, καθώς ο μη εξοικιωμένος με τα εκκλησιαστικά, αδυνατεί να βρει που βρίσκεται το ανάγνωσμά του, εκτός και αν υπάρχει κοντά του κάποιος πιο “θεούσος”. Γιατί πάει εκεί που λέει “Μεγάλη Δευτέρα” και διαβάζει άλλα αντ΄άλλων. Υπάρχει όμως εξήγηση για αυτό και φυσικά απαιτείται κατανόηση εκατέρωθεν.
Κατά τον ιουδαϊκό χρόνο τον οποίο υιοθέτησε η υστερορωμαϊκή -βυζαντινή χριστιανική- παράδοση, το 24ωρο ενός Ρωμαίου πολίτη και δη χριστιανού, κατανέμετο ως εξής: δύο τμήματα, η σκοτεινή νύχτα και η φωτεινή ημέρα, οι οποίες ανάλογα την εποχή, ήταν ίσες σε διάρκεια μόνο δύο μέρες του χρόνου, κατά την εαρινή και φθινοπωρινή ισημερία αντίστοιχα.
Το κάθε 24ωρο άρχιζε με την νύχτα και τις τρεις περιόδους της: α) το εσπέρας όταν και σταματούσε κάθε εργασία. β) το μεσονύχτιο που λέει και η λέξη, χρόνος ανάπαυσης και ύπνου, και γ) ο όρθρος, λίγο πριν φέξει, πριν ανατείλει ο ήλιος, η έναρξη των εργασιών εκ νέου. Οι ώρες αυτές αντίστοιχα με την σημερινή μέτρηση, την ημέρα της ισημερίας αντιστοιχούν το μεν εσπέρας στις 18.00μ.μ., το μεσονύχτιο στις 00.00 και ο όρθρος στις 5.00 μμ.
Το 24ωρό υνεχιζόταν με τις τέσσερεις περιόδους τις ημέρας, την πρώτη, τρίτη, έκτη και ενάτη (ήτοι α΄, γ’, στ΄και θ΄), οι οποίες κατά την ισημερία αντιστοιχούν στις 6.00 π.μ., 9.00 π.μ. 12.00 μεσημβρία και 15.00 μ.μ. (θυμηθείτε πως χωρίζονται οι ώρες της ημέρας στο “Ονομα του Ρόδου” του Ουμπέρτο Έκο). Οι πρώτοι χριστιανοί σε αυτές τις ώρες προσάρμοσαν την προσευχή τους και τις ακολουθίες τους. Δηλαδή στις 18.00 τελούν τον εσπερινό τον αναφερόμενο στην ημέρα που ξεκινά, αυτόν που εμείς σήμερα λέμε εσπερινό της παραμονής, στις 00.00 την ακολουθία του μεσονυκτικού, στις 5.00 το πρωί την ακολουθία του όρθου. Και σε κάθε μια από τις 4 “ώρες” της ημέρας, προβλέπονται οι αντίστοιχες ακολουθίες των Ωρών, συνήθως σύντομες.
Και έτσι τελούνται και σήμερα στα μοναστήρια και έξω στον κόσμο, με εξαίρεση την Μεγάλη Εβδομάδα που όπως προαναφέραμε, το μπέρδεμα γίνεται μεγαλύτερο, ειδικά αν δεν σας το δευκρινίζει το βιβλιαράκι μας, που λέει “Ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας, ψαλλομένη το εσπέρας της Κυριακής των Βαϊων”. Αυτό συμβαίνει γιατί σύμφωνα με την παλαιά παράδοση ο “Νυμφίος” που ακούμε το βράδι της Κυριακής, έπρεπε να ακουστεί αξημέρωτα Μ. Δευτέρας και το απόγευμα της Μεγάλης Δευτέρας να ψαλλεί ο σύντομος εσπερινος της Μ. Τρίτης. Αντίστοιχα το τροπάριο της Κασσιανής έπρεπε να το ακούμε αξημέρωτα μεγάλη Τετάρτη, τις ακολουθίες του πρωϊνού της Μ. Παρασκευής έπρεπε να τις ακούμε σπασμένες ανά τρεις ώρες από τις 6 το πρωί (αμέσως μετά τα 12 Ευαγγέλια) ως τις 3 το μεσημέρι και λίγο πριν τις 6 το απόγευμα να ακούσουμε τον εσπερινό της Αποκαθήλωσης. Και μετα σπίτια μας. Αξημέρωτα του Μ. Σαββάτου έπρεπε να ακούσουμε τα εγκώμια και να περιφέρουμε τον Επιτάφιο και απόγευμα του Μ. Σαββάτου, να ακούσουμε τον εσπερινό και την Λειτουργία της Πρώτης Ανάστασης, να γυρίσουμε σπίτια μας χωρίς να σπάσουμε την νηστεία και αξημέρωτα Κυριακής του Πάσχα, στις 5 ή και πιο νωρίς, να ακούσουμε τον όρθρο, να πάρουμε το Φως όσο ακόμα έξω έχει σκοτάδι, να ψαλλεί το Χριστός Ανέστη πανηγυρικά της ώρα της ανατολής και μετά να ακούσουμε την αναστάσιμη λειτουργία.

Γεγονός πάντως αποτελεί ότι οι ακολουθίες και οι ώρες στις οποίες τελούνται, έχουν γίνει τμήμα της παράδοσής μας και φυσικά δεν έχει και νόημα μια τέτοια αλλαγή. Ειδικά όταν η αίσθηση της ιερότητας, του πένθους και της χαρμολύπης τηρούνται απαρέγκλιτα επί τόσους αιώνες. Για παράδειγμα: ποιος μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από αυτόν τον Νυμφίο που προσκυνάμε τις τρεις πρώτες μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας, που βασανίζεται, εξευτελίζεται και τελικά εκτελείται με ατιμωτικό θάνατο επί Σταυρού; Αβίαστα μας βγαίνει η ανάγκη να συμπαρασταθούμε στο Πάθος. Θα ήθελα να μείνουμε για λίγο σε αυτή την εικόνα του Νυμφίου, του Χριστού δηλαδή. Γιατί σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, θαύμα δεν είναι ότι αναστήθηκε ο Χριστός, θαύμα είναι ότι ταλαιπωρήθηκε και πέθανε. Θέλω να μείνω σ΄αυτή την εικόνα, καθώς ο Νυμφίος που εγώ έχω στο μυαλό μου είναι αυτός της άφταστης τέχνης της ψηφίδας, όπως τον περιέγραφε ο μακαριστός Γέροντας Δοσίθεος της Τατάρνας. Ο Νυμφίος του 11ου αιώνα, αυτός που βρίσκεται αποθησαυρισμένος στο Μοναστήρι της Τατάρνας, η εικόνα της Άκρας Ταπείνωσης (όπως ονομάζεται στην αγιογραφία). Και να θυμηθούμε το παράδοξο που περιέγραφε και ο Γέροντας: “ήταν τόση η ευλάβεια του κόσμου για την εικόνα, που έπαιρναν από μια ψηφίδα ως φυλαχτό και στο τέλος θα κατέληγε να μείνει μόνο το ξύλο”. Ο Νυμφίος αυτός της Άκρας Ταπείνωσης, ίδιος και απαράλλαχτος μέχρι σήμερα, δεν το καταλαβαίνουμε αμέσως, αλλά μας συνδέει με τους προγόνους μας και τους τρόπους με τους οποίους παραδοσιακά εκφράστηκε η διαχρονική πίστη και ευλάβεια αυτού του λαού.
Το συγκεκριμένο όμως Μαρτύριο του Νυμφίου, ακολουθώντας όλες τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμά μας, θα φτάσει σε ένα ένδοξο “Τέλος”! Καλή Ανάσταση!

































