Ένα δημοσίευμα για την εμπειρία Βελγίδας τουρίστριας στην Ελλάδα, μεταφρασμένο από τα Γαλλικά που ήταν η ανάρτηση της κοπέλας, παίζει παντού στο διαδίκτυο. Στην ανάρτησή της η κοπέλα αναφέρει:
“Πήγα στην Πελοπόννησο, το οποίο ήταν όνειρο ζωής να επισκεφτώ το αρχαιότατο κομμάτι της Ελληνικής γης.
Χάθηκα και βρέθηκα σε ένα χωριό κοντά στο Άργος. Είδα έναν κήπο και μπήκα μέσα να ζητήσω ρεύμα για να φορτίσω το κινητό μου.
Μια γιαγιά με είδε κουρασμένη με το σακίδιο μου να γέρνει και γρήγορα με έβαλε να κάτσω. Μου έφερε αμυγδαλωτό και κρύο νερό. Δεν μιλούσε Αγγλικά.
Μέσα σε λίγες ώρες γνώρισα όλη την οικογένεια. Μου έφεραν κρέας και λαχανικά που ήταν δικιά τους παραγωγή. Είπα ευγενικά ότι είμαι χορτοφάγος και μου έδωσαν μόνο λαχανικά και φρούτα. Επέμειναν να μείνω στο σπίτι τους.
Η γιαγιά έφτιαξε το κρεβάτι μου και με σκέπασε μες στην νύχτα όταν κατέβηκε η θερμοκρασία. Στο τέλος έκατσα πέντε μέρες. Με πήγαν στους αγρούς, στο καφενείο και στην εκκλησία. Φεύγοντας πήγα να προσφέρω λίγα χρήματα, αλλά δεν δέχτηκαν ούτε ευρώ. Δεν ξέρω ακριβώς τι έζησα αλλά η Ελλάδα μου άφησε την πιο όμορφη γεύση.”
Αυτή είναι η Ελλάδα των προηγούμενων δεκαετιών που κάπου κάπου ζει ακόμη. Είναι η Ελλάδα όπου ο ξένος είναι ιερός και θεωρεί χρέος του κάθε νοικοκύρης να τον υποδεχτεί και να του προσφέρει τα καλύτερα εδέσματα που έχει σπίτι του, να τον ταΐσει, να τον κοιμίσει, να τον ξεναγήσει στον τόπο του, μια πρακτική που ακολουθείται από την αρχαιότητα έως σήμερα (σε πολύ μικρότερο βαθμό).
Στην Αρχαία Ελλάδα η φιλοξενία εθεωρείτο πράξη αρετής, ενώ τους ξένους προστάτευαν ο Ξένιος Δίας και η Αθηνά η Ξενία, όπως και οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης. Υπήρχε θεία απαίτηση για την περιποίηση των ξένων και εθεωρείτο αμάρτημα η κακή αντιμετώπισή τους. Η φιλοξενία ακολουθούσε μία ιεροτελεστία και παρέχονταν σε κάθε ξένο, ο οποίος ανεξάρτητα από την τάξη που ανήκε, μπορούσε να μείνει σε ειδικό δωμάτιο στον «ξενώνα».
Η φιλοξενία μπορούσε να συνδέσει άτομα οποιασδήποτε τάξης, ακόμη και απλούς πολίτες με βασιλιάδες. Στα χρόνια του Ομήρου, σε όποιο σπίτι και αν πήγαινε ένας ξένος, θα έβρισκε φιλοξενία, σε όλες τις Πόλεις Κράτη της Ελλάδας, αν και οι Θεσσαλοί και οι Αθηναίοι φημίζονταν ειδικά για τα φιλόξενά τους αισθήματα. Ο ξένος βέβαια της εποχής του Ομήρου δεν ήταν τουρίστας, αλλά αγγελιοφόρος, εξόριστος, ταξιδιώτης, κλπ.
Η αποδοχή ενός ξένου για φιλοξενία λεγόταν «εστιάν» ή «ξενίζειν» ή «ξενοδοχείν». Ο ξένος με την άφιξή του έκανε ευχές στην οικογένεια που τον φιλοξενούσε και στην αναχώρηση δεχόταν δώρα. Όταν εμφανιζόταν ένας ξένος, ο κύριος του σπιτιού τον προσκαλούσε στο σπίτι του και παρέθετε γεύμα προς τιμή του. Οι Έλληνες εθιμοτυπικά έδιναν μεγάλη σημασία στους καλούς τρόπους.
Όσοι μεγαλώσαμε σε χωριά και στην επαρχία γενικότερα, όλοι θυμόμαστε πόσο σημαντική θεωρούσαν τη φιλοξενία οι παππούδες και οι γονείς μας. Παρόλο που μπορεί να μην είχαν οικονομική άνεση, πάντα θα έφτιαχναν το καλύτερο φαγητό στον φιλοξενούμενο, κι ας έτρωγαν φασόλια όλη την υπόλοιπη εβδομάδα.
Πάντα θυμάμαι να έχουμε φιλοξενούμενους στο σπίτι μας, πάντα μεγάλα τραπέζια με φίλους αλλά και περαστικούς. Και φυσικά πάντα υπήρχαν τα καλά σοκολατάκια, το καλό λικέρ και γλυκά του κουταλιού που προορίζονταν για κανέναν ‘ξένο’ κρυμμένα καλά για να μην τα εξαφανίσουμε…
Αυτή την Ελλάδα θέλω να βλέπω την αρχόντισσα, που είναι ανοιχτή σε κάθε ξένο, όχι την άλλη την κλειστοφοβική που μιζεριάζει και τρώει τις σάρκες της.