Ο Δημοσθένης Γούλας (1916-1990) γεννημένος στην Άνω Ποταμιά Γρανίτσας, πανεπιστημιακός, πολιτικός και πολυγραφότατος συγγραφέας-λογοτέχνης. Μεγάλη μου τύχη και τιμή που τον γνώρισα στην αρχή της επαγγελματικής μου σταδιοδρομίας (1978). Έγινα κοινωνός του σπουδαίου λογοτεχνικού του έργου, αφάνταστα ηθογραφικό, που το διακρίνει η ζωντάνια, ελαφρύ χιούμορ και απλότητα, περιγράφοντας την ρουμελιώτικη ζωή της εποχής του. Μπορώ να πω ότι από την μελέτη του τεράστιου συγγραφικού του έργου και τις ατέρμονες συζητήσεις που είχα μαζί του, επηρεάστηκα τα μέγιστα για το όποιο μετέπειτα, ταπεινό συγγραφικό μου έργο. Το παρακάτω απόσπασμα “ο γιατρός” είναι από το βιβλίο του “Οι χωριανοί μου”, (β’ έκδοση 1978), το οποίο έχει αποσπάσει άριστες κριτικές από τους επιφανέστερους συγγραφείς και λογοτέχνες της εποχής του:   

   “…Απρόσιτος σε πολλούς και άγνωστος στους περισσότερους. Απλησίαστος όχι γιατί είναι δική του ιδιοτροπία, αλλά γιατί είναι πλασμένοι οι χωρικοί, να μην πηγαίνουν στο γιατρό, παρά στην έσχατη ανάγκη. Ίσως αυτό να οφείλεται στη φτώχεια, την προκατάληψη ή ακόμα και την ντροπή να ζητήσουν βοήθεια για το σώμα τους και ίσως κάτι άλλο που δύσκολα μπορείς  να το εξιχνιάσεις.

Στη Ρούμελη με τα πανώρια βουνά, τα πλούσια δάση και τον καθαρό αέρα, θα πρεπε να μην υπάρχουν αρρώστιες κι όλα τα πρόσωπα να αστραποβολούν από υγεία. Κι όμως βλέπεις ανθρώπους σακατεμένους, πρόωρα γερασμένους απ’ τις στερήσεις και τα βάσανα. Παιδάκια ωχρά κι αγέλαστα. Κι αυτό δεν συμβαίνει μοναχά στα πεδινά μέρη, αλλά και στις ορεινές επαρχίες…Κατά κανόνα οι άνθρωποι στα βουνά πεθαίνουν από πούντα, καθώς λένε την πνευμονία (εκτός αν χαθούν γκρεμισμένοι από κανένα δένδρο ή γκρεμό). Ο γιατρός, λοιπόν, καλείται να γιατρέψει αυτές τις συνηθισμένες παθήσεις, αν εξαιρέσουμε  μερικές άλλες που εμφανίζονται σπάνια. Για παράδειγμα, ποτέ δεν θα πάει να ρωτήσει άρρωστος για τ’ αυτιά του που τον πονάνε και ξενυχτάει βογγώντας, ούτε για τον πονόματο που θα τον υποφέρει ώσπου να περάσει….Έπειτα σου λένε, “τι να κάνω τα γιατροσόφια, αν είναι από θεού να ζήσει, θα ζήσει”. Και πεθαίνει ο άρρωστος αφήνοντας χρόνους βέβαια, αλλά και τη γνώμη ότι σώθηκαν οι μέρες του και δεν θα ζούσε, ότι κι αν γίνονταν. Τύφο είχε, του κολλήσανε βεντούζες, πήρε κινίνο και του βάλανε ζεστά. Τι άλλο θα του κανε ο γιατρός παραπάνω. Ήταν από θεού να πεθάνει (κι ας τόν έστελναν αυτοί μια ώρα αρχίτερα).

…Και οι κομπογιαννίτες όμως δεν λείπουν από κάθε χωριό. Πολλοί μάλιστα είναι φημισμένοι. Είναι βέβαια και η αμάθεια του κοσμάκη που βοηθάει το ρόλο τους και σήμερα ακόμη, αλλά έχουν και αυτοί πείρα και πρακτική εξάσκηση… Φυσικά ο κόσμος δεν καταφεύγει στους κομπογιαννίτες από δυσπιστία προς τους επιστήμονες γιατρούς. Κάθε άλλο. Από ανάγκη τους αναζητάει…”

Άλλες οι εποχές, άλλα τα προβλήματα. Αλλά και με την παρούσα συγκυρία της φοβερής πανδημίας οι γιατροί και οι νοσηλευτές, ήρωες και θεοί. Ο εθελοντισμός ακόμα παραπάνω…Αλλά δεν λείπουν και αυτοί οι γιατροί που θυσιάζουν τον όρκο του Ιπποκράτη στο βωμό του χρήματος και του παράνομου εύκολου πλουτισμού..Δυστυχώς..!                           

                                                          Κώστας Μπουμπουρής

                                                   Αστυν.Δ/ντής ε.α-Συγγραφέας

                                                        (k.boubouris@yahoo.gr)