Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Ως μικροί στο χωριό όταν θέλαμε να βρίσουμε κάπως σεμνά και ανώδυνα, εις επήκοον των μεγάλων λέγαμε: «Γ@μώ το Χριστόφορο τον Κολόμβο, που ανακάλυψε την Αμερική». Με τίποτα δεν μας πήγαινε να τον βρίσουμε για τον καπνό, που μας έφερε, γιατί το λίγο κάπνισμα ωφελούσε σοβαρά την υγεία, όπως μας έλεγαν. Αυτή ήταν η κυρίαρχη άποψη και δεν άλλαζε, όσο και να διακήρυττε σ΄ όλους τους τόνους ο γιατρός του χωριού ότι: «Ένα τσιγάρο κάνει κακό για ένα τσιγάρο τα δέκα κάνουνε για δέκα». Η παρακαταθήκη που άφησε η Αικατερίνη των Μεδίκων, ότι το τσιγάρο ωφελεί κι αυτή κάπνιζε αρειμανίως για να κατευνάσει τους πονοκεφάλους της, δεν μπορούσε να ανατρέψει κανένας γιατρός! Τελικά το κάπνισμα είναι φορέας μιας κατάρας των… ινδιάνων για τα δεινά, που τους προκάλεσαν οι άποικοι, μόνο που χτυπά αθώους, αιώνες μετά.

Ο ορεσίβιος βασανισμένος στη ζωή και στο Έρωτα, έβρισκε πρόχειρο καταφύγιο στο κάπνισμα. Με άδειο τον τρουβά του μπορούσε να ξεκινήσει ένα δύσκολο ταξίδι, ως δεινός τροφοσυλλέκτης που ήταν, κάτι θα έβρισκε να κορέσει την πείνα του, χωρίς καπνό όμως δεν το κουνούσε ρούπι γιατί δε θα έβρισκε πουθενά. Έτσι στο σελάχι του είχε πάντα τα πριοβολικά του και τα τσακμάκια του και την καπνοσακούλα του γεμάτη. Ως ποιμήν στις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς κραιπαλούσε με την καπνοσακούλα του. Καπνό τον τροφοδοτούσε το τότε ακμαίο εμπόριο με τους κάμπους, όμως στο τσιγαρόχαρτο είχε πρόβλημα, γιατί ήταν αυστηρά περιφρουρούμενο από τον κρατικό φορολογικό κέρβερο.

Προπολεμικά ο παπάς του χωριού κατά τακτά διαστήματα λειτουργούσε σε κεντρικά ξωκλήσια του χωριού. Σε ένα όμως είχε πρόβλημα, ο ψάλτης πηδούσε σελίδες ολόκληρες στην ψαλτική του. Έπειτα από γκρίνιες του παπά και σχετική έρευνα του ψάλτη, διαπιστώθηκε ότι από το Ψαλτήρι έλλειπαν αρκετές σελίδες και οσονούπω βρέθηκε ο δράστης, που ήταν ο τσοπάνος της περιοχής, ο οποίος κάθε φορά που έμενε από τσιγαρόχαρτο έκοβε ένα φύλλο χαρτιού από το Ψαλτήρι. Το πρόβλημα συνεχίστηκε και μεταπολεμικά, μόνο που τώρα υπήρχαν άφθονες παλιές εφημερίδες περιτυλίγματος, της οκάς όπως της έλεγαν.

Ένας εργάτης που δούλευε σ΄ έναν αμαξιτό δρόμο, έκατσε στον ίσκιο να στρίψει την τσιγάρα του. Αναφαίρετο και ιερό εργατικό δικαίωμα ήταν τότε τα δέκα λεπτά για φουμάρισμα. Βγάζει ένα κομμάτι εφημερίδας της οκάς, και πριν στρίψει την τσιγάρα του το διάβασε: «Νέος σκοτώθηκε με το μηχανάκι του, από υπερβολική ταχύτητα». Εκείνη την ώρα διαβαίνει με ταχύτητα ένας μοτοσικλετιστής και μονολογεί: «Εσένα θα σε καπνίσω αύριο!». Προσωπικά αυτοσυνταξιοδοτήθηκα μετά από εικοσιπενταετές ευδόκιμο κάπνισμα και πλέον ένα ωραίο συναινετικό διαζύγιο κοσμεί το συρτάρι των διαζυγίων μου. Χώρισα χριστιανικά «αγαπώντας και τους εχθρούς ημών». Εκτός αυτού με βοήθησε και η Μούσα, όταν προς τιμήν του αγαπημένου τσιγάρου έγραψα την ποιητική συλλογή «Αντικαπνιστικά ελεγεία», με το ακροτελεύτιο να γράφει: «Κάπως πρέπει να γίνει! Εμείς που στερηθήκαμε τα πάντα να γευτούμε τις απολαύσεις των μικροστερήσεων».