Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Από τα μικράτα μας πολλά έχουμε στην καρδιά μας. Άλλα κακά που ακόμα και τώρα μας δηλητηριάζουν το αίμα και άλλα καλά, που μας φωτίζουν την ψυχή με ανέσπερο φως. Ένα τέτοιο ανεπανάληπτο φως είναι το φθινοπωριάτικο. Μέσα σ΄ αυτό είναι και το φως των καρυδιών που ήταν -και παραμένει και θα παραμένει- άσβεστο και ζείδωρο.

Την εποχή των καρυδιών φούντωνε μέσα μας το εμπορικό δαιμόνιο. Τα καρύδια είχαν καλή τιμή στην αγορά και οι καρυδιές ήταν άφθονες στα χωράφια και στα ρέματα. Ήταν όλες ιδιωτικές και, μέχρι να τιναχτούν, ήταν αυστηρά περιφρουρούμενες από τους ιδιοκτήτες και τους πρεδάρηδες. Όμως εμείς όντας πολυμήχανοι κάτι σκαρφιζόμασταν κάθε φορά και κάναμε τις επαναστατικές μας απαλλοτριώσεις. Οι απαγορεύσεις αίρονταν μετά το τίναγμα και ότι έμενε πάνω ή κάτω στην καρυδιά ήταν κοινωνική ιδιοκτησία. Η δευτερογενής τούτη συλλογή έφερε το όνομα «κουκολόι». Έτσι όλοι μας, είτε νόμιμα είτε παράνομα, είχαμε προς πώληση μια σεβαστή, για μας, ποσότητα καρυδιών και το εισπραττόμενο χαρτζιλίκι κανείς δεν μπορούσε να μας το απαλλοτριώσει. Ο σωρός τούτος υφίστατο αυξομειώσεις με τα «κερδεφτά» καρύδια που παίζαμε. Το παιγνίδι απαιτούσε πολύ λίγη τύχη αλλά μεγάλη δεξιοτεχνία. Παίζοντας τα κερδεφτά άλλοι αύξαναν κατά πολύ το προς πώληση σωρό των καρυδιών κι άλλοι τον μείωναν. Πάντως όλοι ήμασταν ειδικοί στη «θεωρία τοιούτων παιγνίων».

Για το παιγνίδι χρειάζονταν δύο βόλοι. Ένας στρόγγυλος ο «γούργουλας» (α) που έβρισκε το στόχο του τσουλώντας και ο μακρουλός και μεγάλος ο «μπηχτιάς» (β) που ο μπήχτης χειριστής έβρισκε το στόχο του, όπως ο σταυραετός με τις εφόδους ακριβείας, που κάνει στα θύματά του. Ο παπα-Δυσσέας με την γουργολοκαρυδιά του στο Κουτσομύλι του χωριού κι ο Φονταλής με τη μπηχτοκαρυδιά του, λίγα καρύδια έτρωγαν απ΄ αυτές.

Τα καρύδια ήταν τριών κατηγοριών. Τα πολύ μικρά, τα λεγόμενα «κοκοσβίγγια» (γ), που το σούμπρο τους (η ψίχα) -αν είχαν- ήταν ελάχιστη. Αυτά δεν έμπαιναν καθόλου στο παιγνίδι. Τα μικρά, οι «σβίγγοι»(δ) που, κατόπιν συμφωνίας, μπορούσαν να μπουν στο παιγνίδι. Τα -β΄ διαλογής- μεσαία καρύδια (ε), πολλές φορές αμφιβόλου περιεχομένου, με το όνομα του είδους «κοκόσιες», ήταν αυτά που έκαναν παιγνίδι. Τέλος υπήρχαν τα καλά και σχετικώς μεγάλα και «σουμπράτα» -α΄ διαλογής- καρύδια (στ), που δεν έμπαιναν στο παιδικό μας παιγνίδι, αλλά στο παιγνίδι του εμπορίου, και έμεναν στα προς πώλησιν, με σκοπό να ξεγελάσουν τον έμπορο και να δώσει καλή τιμή

Τέλος το κυρίαρχο καρυδοπαιγνίδι ήταν το «μπάζ». Σε απόσταση πάνω από δυο μέτρα, χαράζονταν δυο γραμμές. Μία νοητή που έμπαιναν στη σειρά τα καρύδια και μία πραγματική, που έκαναν τις βολές τους οι παίχτες τους βόλους. Από τη νοητή ρίχναμε τους βόλους και όποιος ήταν πιο κοντά στη πραγματική γραμμή έριχνε πρώτος κι ακολουθούσαν οι άλλοι ανάλογα με τη σειρά που έφερε ο καθένας. Όποιος πετύχαινε το μπαζ τα έπαιρνε όλα, όποιος δίπλα το παράμπαζο, έπαιρνε από κει και πέρα δηλ. άφηνε το μπάζ και ούτω καθ΄ εξής, από αριστερά προς τα δεξιά της στημένης καρυδοσειράς στη νοητή γραμμή του παιγνιδιού. Αν έμεναν καρύδια, από την πρώτη φάση, έπαιζε πρώτος αυτός που ήταν πιο κοντά στο μπαζ της καρυδοσειράς κι ακολουθούσαν οι άλλοι, όταν βέβαια υπήρχαν καρύδια στην καρυδοσειρά. Μπορεί τότε να είχαμε λίγα καταναλωτικά αγαθά αλλά είχαμε πολλές σειρές, σε αντίθεση με σήμερα που έχουμε πολλά καταναλωτικά αγαθά, αλλά λίγες σειρές!