Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Τα χωράφια του νοικοκύρη «εν καιρώ των καρπών» ήταν μια μικρογραφία του Παράδεισου που έχτισε ο Νοικοκύρης του σύμπαντος και τον διαλαλούν οι παπάδες.

Τούτον τον επίγειο παράδεισο εποφθαλμιούσαν και δήωναν, κατά μόνας ή συνασπισμένα, τα πάσης φύσεως επιβλαβή: Άπτερα τετράποδα, άγρια (από τους λαγούς, μέχρι τ΄ αγριογούρουνα) και ήμερα (από τα κατσικάκια μέχρι τα γαϊδούρια) Άπτερα δίποδα (από το αθώα παιδάκια, μέχρι τους διαβόητους λήσταρχους). Πτερωτά δίποδα, άγρια (από τους κομπογιάννους μέχρι τα κοράκια) και ήμερα (από τα περιστέρια μέχρι τα κοκόρια).

Όλους τούτους τους φυσικούς εχθρούς ο νοικοκύρης τους καταπολεμούσε με μέσα πρακτικά και ρεαλιστικά, από τους φράχτες μέχρι τις μπαταριές της ματζακάσας του.

Σ΄ ένα μοναστήρι είχε οριστεί ως διακόνημα σ΄ έναν καλόγερο να προγκάει τα ζημιογόνα πετεινά και τούτος βρήκε ευκαιρία μαζί τα πουλιά να διώχνει και τους πονηρούς λογισμούς, που δήωναν το περιβόλι της ψυχής του λέγοντας: «υπάγετε οι έσω πονηροί λογισμοί και τα έξω πετεινά».

Επίσης ανάλογα με το βάθος και το πλάτος του δεισιδαιμονικού μεγαλείου του νοικοκύρη, δρούσαν και κατέστρεφαν το βιος του αρκετοί μεταφυσικοί εχθροί, από το κακό και ζηλόφθον μάτι του γείτονα, ως το καταστροφικό έργο των Διαβόλων.

Τούτα τα μεταφυσικά επιβλαβή τα καταπολεμούσε με αντιβασκανικά διάφορα. Γέμιζε τους φράχτες και όλη την καλλιέργεια με παλιοτσάρουχα και κουρέλια, με τσόφλια αυγών, νεκροκεφαλές ζώων και άλλες σιχασιές. Στο τέλος του έλυσαν τα χέρια τα διάφορα πολύχρωμα πλαστικά, που εκδίωξαν οριστικά το κακό μάτι, γιατί τώρα πια δεν υπάρχει τίποτα να βασκάνει.

Ένα σοβαρό όπλο, που προστάτευε τις καλλιέργειές του εξ όλων των εχθρών «ορατών τε και αοράτων» ήταν το σκιάχτρο. ή αρχαιοπρεπώς μορμολύκειον.

Η Μορμώ ήταν θηλυκός δαίμονας της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, η οποία είχε τη μορφή μιας δύσμορφης γυναίκας με λυκίσιο ή σκυλίσιο πρόσωπο που την χρησιμοποιούσαν παλιά σαν φόβητρο για τα μικρά παιδιά, όταν δεν έτρωγαν το φαΐ τους και σήμερα απειλούν τους λαούς όταν το… διεκδικούνε, με τα διάφορα μορμολύκεια, όπως πολέμους, φασισμούς κ. ά.

Το μορμολύκειο γενικά είναι ένα αντικείμενο το οποίο κουνώντας φοβερίζουμε κάποιον επικαλούμενος τη Μορμώ και ειδικά είναι η προσωπίδα της Μορμώς, την οποία φορώντας κάποιος μεταμορφώνεται σε… σκιάχτρο.

Τούτο κατά πρώτον φόβιζε τα ζημιογόνα πτερωτά, τα οποία όμως γρήγορα το συνήθιζαν και κάθονταν στο κεφάλι του να ξεκουραστούν και να το κουτσουλήσουν και κατά δεύτερον «απορροφούσε» την δαιμονική ενέργεια των μισούντων τα χωράφια των νοικοκυραίων.

Το φθινόπωρο, με τα χωράφια συγκομισμένα και χωρίς εχθρούς να καιροφυλακτούν φάνταζε σαν μοναχικός ιππότης χωρίς ανεμομύλους.

Από τούτο τα χωράφια που ήταν ο γήινος παράδεισος του νοικοκύρη όλοι έτρωγαν κι όλοι ζούσαν αρμονικά, αλλά και ανταγωνιστικά και εμεγαλύνετο. Και τούτο γιατί αυτός ήταν σε μικρογραφία ο ένας και μοναδικός παράδεισος του Θεού.