Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Βλέποντας τους συμπολίτες μου -και τον εαυτό μου- με την αντικορονοϊκή μάσκα και ενοχλημένος, που τη φορέσανε μέχρι και στα προνήπια, αναδράμω στις ρίζες του λαϊκού βουκολικού μας πολιτισμού, με τα φίμωτρα που φόραγε ο άκαρδος άνθρωπος στα διάφορα ζώα εργασίας που εξέτρεφε (αροτριόντα, αλοώντα και καματερά).

Αυτό είδε ο μεγάλος Μωυσής ο Εβραίος και θέσπισε στο Δευτερονόμιο του: «ου φιμώσεις βουν αλοώντα» (δεν θα βάλεις φίμωτρο σε βόδι που αλωνίζει), αλλά κανένας δεν τον άκουγε.

Ένας τέτοιος αμαρτωλός υπήρξα και γω και σήμερα το φέρνω βάρος στη συνείδησή μου και ζητώ συντετριμμένος εκ βαθέων συγνώμην από τον τάλανα Μάρκο μου (ημίονος τύποις άρρεν) και τον τλήμονα Κίτσο (γάιδαρος βαρβάτος και κοτσανάτος), για το φίμωτρο που τους φόραγα όταν μετέφεραν τον υμέτερο αναφακά (σανό κ. ά.) και τα ημέτερα γεννήματα (σιτηρά κ.ά.). Ευελπιστώ ότι ο Μωυσής και ο Θεός των απανταχού καματερών να μου παράσχει συγχώρεση.

Παρεμπιπτόντως φορούσαν φίμωτρο στα γαϊδούρια, όταν αυτά είχαν την κακή -για τους ανθρώπους- συνήθεια να δαγκώνουν. Για τα σκυλιά που δάγκωναν εν παντί τόπω και χρόνω, δεν διέθεταν φίμωτρα, αλλά τα θεράπευαν με σκάγια Νο 1. Άνθρωποι -λυσσιάρηδες και λυσσιάρες- όταν δάγκωναν αντιμετωπίζονταν μ΄ ένα κουβά νερό.

Η καθημαγμένη μουλαρόφατσα του Μάρκου μου από την σιδερένια μυτιά της καπιστράνας, δεχόταν αδιάφορα το συρμάτινο φίμωτρο, αλλά με περισσή αγάπη και προσμονή τον κριθαροτρουβά ή ταϊσάρ΄ ή ταϊστήρ΄, το οποίο ήταν ένας μικρός σάκος που κρεμόταν από το λαιμό του, όπως το φίμωτρο, μέσα στο οποίο ο «βορδονάρης» έριχνε κριθάρι, για να τρώει το αβασταγό εκλεκτή τροφή και ταυτόχρονα να περπατάει. Το ίδιο έκανε και το αφεντικό του, όταν τον έπνιγαν οι δουλειές. Έπαιρνε το ψωμοτύρι στα χέρια και το μασούσε καθ΄ οδόν για το χωράφι.

Έτσι κι ο ευτυχής λαός, αενάως πορεύεται με φίμωτρο, αν είναι κομματικά ανένταχτος και με κριθαροτρουβά αν είναι κομματάνθρωπος. Μεταπολεμικά υπήρξε άνθιση ενός τρίτου είδους: των κομματόσκυλλων, που δεν έφεραν τίποτα από τα δύο και λυμαίνονταν -και λυμαίνονται- τον γουρουνοκουρήτο της Εξουσίας, όχι ως μοναχοφάηδες σιτευτοί χοίροι, αλλά σαν κουρ΄τόσκυλα, που νέμονται το λιτσιάρι τους αγελαίως και πανδαιμονικώς.

Γενικά ως λαός δεν είμαστε άμαθοι από φίμωτρα. Το πρώτο, που είναι διαχρονικό και αθάνατο, μας το φορούν για να μην τρώμε και καλομαθαίνουμε και το δεύτερο, μας το φορούν οι διάφορες χούντες και δικτατορίες για να μην μιλάμε.

Όμως υπάρχει κι ένα καλό φίμωτρο (ουδέν κακόν αμιγές καλού) και είναι αυτό που μας φόρεσαν οι διατροφολόγοι και οι γιατροί, γιατί όλοι, κατά το μάλλον ή ήττον, σκάβουμε το λάκκο μας με τα δόντια μας. Σ΄ όποιο γιατρό και να πάω πάντα θα μου πει εν κατακλείδι: ‘‘Φάε λιγότερο και περπάτα περισσότερο’’.