Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Πάντα διχασμένος μεταξύ αρχαιοπρεπούς καθαρεύουσας και δημοτικής δεν μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι προτιμώ τον ογκηθμό ή το γκάρισμα, το ογκανίζω ή το γκαρίζω. Τα προτιμώ όλα και είμαι ήσυχος. Εκείνο όμως που δεν προτιμώ είναι να ογκανίζω μαγιάτικα, όπως ο δυστυχής κυρ Μέντιος, που δια στόματος Βάρναλη μάς εξομολογείται: “μ’ έδεναν το Μάη το μήνα / στο χωράφι το γυμνό / να γκαρίζω, να θρηνώ”.

Πριν μισό αιώνα η ορθρίζουσα εφηβεία μου ανέτειλε και κυκλοφορούσε στην ανοιξιάτικη οργιάζουσα φύση μαζί με 200 περίπου γαϊδάρους και γαϊδάρες. Σήμερα δεν υπάρχει κανείς ούτε για δείγμα και μαζί τους χάθηκαν και τα πελώρια όρνια που ζούσαν από τα πτώματα των φορτιάρικων, γιατί τα άλλα ζώα λίγο πριν ψοφήσουν γίνονταν κοκκινιστά στο κακάβι. Και βέβαια δεν υπήρχαν νεκροταφεία γαϊδάρων. Ο Βάρναλης κάνει ξεκάθαρη καταγγελία: “Γέρασα κι᾿ ως δε φελούσα / κι᾿ αχαΐρευτος κυλούσα /  με πετάξαν μακριά / να με φάνε τα θεριά”.

Εμείς –αιπόλοι, βουκόλοι και πρατάρηδες- πλεονεκτούσαμε έναντι των δύστυχων γαϊδάρων, που αντί για χέρια έφεραν οπλές! Οι πρώτες μας ερωτικές προσλαμβάνουσες ήταν η σεξουαλική δράση των ζώων. Τα σπανίζοντα ζευγαρώματα του θηριώδους και πληθωρικού γαϊδάρου αποτελούσαν σημαντικό γεγονός. Αυτός ο ανοικονόμητος εραστής ζούσε μια δυστυχισμένη ασκητική ζωή, γιατί τις γαϊδάρες δεν τις είχαν να καλοπερνούν και να τις γκαστρώνουν οι γάιδαροι, αλλά για φόρτωμα.

Ποιος δίπους γάιδαρος δεν συγκινείται από τα σπαρακτικά μαγιάτικα γκαρίσματα των στερημένων γαϊδάρων, που δε σταματούσαν να χτυπάνε σαν τούμπανο την κοιλιά τους με το ξαναμμένα εργαλείο των παθών τους ή να κυλιούνται θορυβωδώς στις γομαροκυλίστρες τους. Τα γκάρισμα του γαϊδάρου δεν αγγίζει και δε ραγίζει μόνο και την πιο σκληρή καρδιά, αλλά είναι και εξαίσιο ως μουσικό είδος και τεχνοτροπία. Μπορεί να μην έχω ιδέα μουσικής περί την τεχνικήν αυτής, όμως είμαι ευαίσθητος ακροατής και ειδικά του κονσέρτου του γαϊδουρογκαρίσματος. Τούτο συνήθως ξεκινάει επιθετικά μ΄ ένα μαρς, βαθμιαία χαλαρώνει παραπονιάρικα και καταλήγει ένα λυγμικό μοιρολόι. Χτίζεται σε ποικίλους δρόμους και κλίμακες, διανθισμένο με πολλά ποικίλματα και ταξίμια.

Η θηριώδης γομαρο-τεστορόνη αδρανοποιούταν από την πολλή δουλειά. Όταν συνέχεια αγκομαχούσε και ψυχομαχούσε σε: “Aνωχώρι, Κατωχώρι / ανηφόρι, κατηφόρι / και με κάμα και βροχή / ώσπου του ῾βγαινε η ψυχή” δεν είχε δύναμη για καυλομαχίες.

Όταν όμως αυτός ο θηριώδης έγκαυλος κατάφερνε να λυθεί από το παχνί, χορτάτος και ξαπόστατος, τότε ξεσπούσε κύμα δημιουργικής καταστροφής. Τέλος, ως αυτόπτης μάρτυς, επιβεβαιώνω το ερωτικό “κύκνειο άσμα” του “έγκαυλου γαϊδάρου” (Α. Εμπειρικος), που αναφέρεται στην παροιμία: “Ο γάιδαρος ψοφάει καυλωμένος”.

Ιδίοις όμμασι διαπίστωσα ότι έναν σοβαρό γάιδαρο στη θέα μιας οργάζουσας γαϊδούρας δεν τον κρατάνε ούτε γεράματα ούτε αρρώστιες. Βέβαια μετά από ένα τέτοιο ερωτικό όργιο, σύντομα γίνεται τροφή των ορνέων.