Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Η αφετηρία όλων των υφαντουργικών δραστηριοτήτων ήταν ο κούρος, όπως έλεγαν το κούρεμα των γιδοπροβάτων για να το αντιδιαστείλουν από τα άλλα κουρέματα, όπως των ανθρώπων, και των… πράσων. Άλλα κουρέματα όπως το κούρεμα του χρέους ή του αυγού δεν τα ήξεραν, έλεγαν όμως την παροιμία: «παρ΄ τ΄ αυγό και κούρευτο».

Η πρώτη προϋπόθεση ενός πετυχημένου κουρέματος ήταν τα ψαλίδια. Κυκλοφορούσαν διαφόρων τύπων, όμως τα βασικά ήταν τα «πρατοψάλιδα» για τα πρόβατα με στενές λάμες, ώστε να εισχωρούν στα πυκνά μαλλιά των προβάτων και τα «τραοψάλιδα» με φαρδύτερες κοπτικές λάμες.

Το κούρεμα γινόταν σε δυο φάσεις. Από τις αρχές Απρίλη οι βλάχοι τροχούσαν τα ψαλίδια τους. Όταν ακόμα βρίσκονταν στα χειμαδιά τα «κωλοκούριζαν» τα κούρευαν δηλαδή στην κοιλιά και στη γενετήσια περιοχή για να παίρνουν αέρα. Το Μάη όμως που άρχιζαν να σφίγγουν οι ζέστες γινόταν ο κανονικός κούρος. Τότε ήταν που «σφύριζαν» τα ψαλίδια. Τότε οι νοήμονες έλεγαν για τους ανόητους: «οπ΄ νόγαγε κούρευε δεν κωλοκούριζε».

Στην αρχή τα κουρεμένα ζώα παρουσίαζαν μιαν άθλια αισθητική εικόνα. Μάλιστα με τις κυρίες των ποιμνίων, τις κατσικες,  σπάραζε και η πιο άπονη καρδιά! Από αυτό βγήκε και η υποτιμητική έκφραση: «κουρεμένο γίδι». Από δω προήλθε και το κορόιδο < κουρόγιδο < κορόγιδο, όπως επισημαίνει ο Φ. Κοκουκουλές.

Τα κουρεμένα μαλλιά δένονταν σε μπάλες βάρους έως τριών οκάδων, τα λεγόμενα «ποκάρια» και σακιάζονταν για τον έμπορα ή την υφάντρα. Τα τραγόμαλλα δεν συσκευάζονταν σε ποκάρια.

Οι νοικοκυρές, πήγαιναν τα μαλλιά στο σπίτι, έλυναν τα ποκάρια και τα ζεμάταγαν με καυτό νερό, που χόχλαζε στο καζάνι. Μετά τα κοπάναγαν με τον κόπανο πάνω στην «πλύστρα» ήγουν μια μεγάλη πλακουδερή πέτρα. Στη συνέχεια αφού κρατούσαν τον «πίνο», δηλαδή τη θολούρα που έμενε στο καζάνι από το ζεμάτισμα, τον οποίον χρειάζονταν για να βάψουν τα «γαλάζια =με λουλάκι» δηλ. κάποια απολυτά ή δίμιτα του αργαλειού τους ή για να λευκάνουν τις φουστανέλες των αντρών και τα «πουκάμισα» τους, τα φόρτωναν τα ζεματισμένα και κοπανισμένα μαλλιά και τα πήγαιναν για ξέβγαλμα στο κοινοτικό πλυσταριό ή στο ποτάμι.

Αφού στέγνωναν τα σάκιαζαν και τα πήγαιναν στο σπίτι. Εκεί τα  «έξαιναν» με το χέρι, για ν΄ «ανοίξουνε» λίγο και να καθαρίσουν, από τα διάφορα σκουπιδάκια.

Μετά άρχιζε το «λανάρισμα», κάτι σαν… ένα καλό χτένισμα των μαλλιών της κεφαλής τους.  Η δουλειά γινόταν με δυο τύπους λαναριών: το γυφτολάναρο ή χοντρολάναρο και το λαναράκι ή ψιλολάναρο.

Με το πρώτο λαναρίζονταν τα μακριά και γερά μαλλιά, που χρησιμοποιούνταν για στημόνι ή πλεχτά κ.ά. και με το δεύτερο λαναρίζονταν οπωσδήποτε τα υπολείμματα του πρώτου λαναρίσματος και τα αρνόκρα με τα κωλόκρα, καθώς επίσης και άλλα μαλλιά ανάλογα με τις ανάγκες. Με τούτα τα μαλλιά γνέθονταν τα υφάδια για τα τσόλια.

Τα μετά το λανάρισμα συσκευάζονταν σε «τουλούπες», έτοιμες να μπουν στη ρόκα για γνέσιμο και… τραγούδισμα από τις όμορφες γνέστριες και τις πολύπειρες και πολύπαθες γιαγιές.

Τα τραγόμαλλα δεν ακολουθούσαν αυτή τη διαδικασία. Αυτά μετά το πλύσιμο «βεργίζονταν» ή «δέρνονταν» με τη στιβάχτρα ή τα βεργόσχοινα και ήταν έτοιμα για τη ρόκα. 

Όλα αυτά μέχρι που εμφανίστηκαν στα κεφαλοχώρια οι μηχανικές λανάρες, που τραγούδησαν το «κύκνειο άσμα» της χωρικής υφαντουργίας.