
Τι πραγματικά κρύβεται πίσω από το κυβερνητικό σχέδιο «Εύρυτος» και τη νέα ρητορική περί λειψυδρίας; Τα αποκαλυπτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη συνέντευξη Τύπου της Πρωτοβουλίας για τη Διασφάλιση της Δημόσιας Διαχείρισης του Νερού σκιαγραφούν ένα ανησυχητικό τοπίο: κακοδιαχείριση δεκαετιών, απουσία ουσιαστικού υδατικού σχεδιασμού, fast track έργα δισεκατομμυρίων και, στο βάθος, ένα μοντέλο που ανοίγει τον δρόμο για την ιδιωτικοποίηση του πιο ζωτικού δημόσιου αγαθού.
Παρά το γεγονός ότι η αγροτική χρήση απορροφά περίπου το 85% των υδατικών πόρων της χώρας και η οικιακή κατανάλωση μόλις το 15%, η δημόσια συζήτηση εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στον «ασυνείδητο καταναλωτή». Καλλιεργείται έτσι η εντύπωση ότι η λειψυδρία είναι αποτέλεσμα ατομικής συμπεριφοράς και όχι μιας βαθιάς, δομικής δυσλειτουργίας στη διαχείριση του νερού.
Ένα υδροβόρο μοντέλο ανάπτυξης
Στην Αττική εφαρμόζεται εδώ και χρόνια ένα μοντέλο ανάπτυξης που είναι εκ φύσεως υδροβόρο. Όπως τόνισε ο Πέτρος Μπαστέας, συνδικαλιστής της ΕΥΔΑΠ, εκτεταμένες πολεοδομικές επεκτάσεις, μεγάλης κλίμακας real estate projects, ενεργοβόρες και υδροβόρες δραστηριότητες όπως data centers, αλλά και ένα πρότυπο υπερτουρισμού με πισίνες και γκαζόν, αυξάνουν απότομα τη ζήτηση νερού χωρίς αντίστοιχο σχεδιασμό υποδομών.
Εμβληματικές επενδύσεις, όπως το Ελληνικό, υλοποιούνται εκτός οποιουδήποτε συνολικού υδατικού σχεδιασμού για το λεκανοπέδιο. Την ίδια στιγμή, πόσιμο, διυλισμένο νερό χρησιμοποιείται για χρήσεις που δεν το απαιτούν: πότισμα, καθαριότητα, δρόμοι, κήποι. Το αποτέλεσμα είναι η διαρκής επιβάρυνση των ταμιευτήρων του Μόρνου και του Εύηνου, ενώ τα επιφανειακά νερά της ίδιας της Αττικής καταλήγουν στη θάλασσα.
Διαρροές, απώλειες και εγκατάλειψη υποδομών
Το πρόβλημα επιτείνεται από την εγκατάλειψη των δικτύων. Σημαντικό ποσοστό του νερού χάνεται πριν φτάσει στον καταναλωτή λόγω παλαιών υποδομών, ανεπαρκούς συντήρησης και έλλειψης προσωπικού. Σε πολλές αγροτικές περιοχές, οι απώλειες στα αρδευτικά δίκτυα ξεπερνούν το 40%. Παράλληλα, τεράστιες ποσότητες βρόχινου νερού χάνονται ανεξέλεγκτα, ενώ επεξεργασμένα λύματα καταλήγουν στη θάλασσα αντί να επαναχρησιμοποιούνται.
Όπως υπογραμμίστηκε, χωρίς μαζικές δημόσιες επενδύσεις σε κλειστά και ελεγχόμενα αρδευτικά δίκτυα, χωρίς αλλαγή καλλιεργητικών προτύπων και σύγχρονες μεθόδους άρδευσης, κάθε συζήτηση για τιμολόγηση είναι κοινωνικά άδικη και αναποτελεσματική. Η λύση δεν είναι να πληρώνουν περισσότερα οι πολίτες, αλλά να χάνεται λιγότερο νερό.
Το σχέδιο «Εύρυτος» και οι δύο «πυλώνες»
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται το σχέδιο των 2,5 δισ. ευρώ με αιχμή το έργο «Εύρυτος» – την εκτροπή ποταμών από την Ευρυτανία – και τη δημιουργία δύο «πυλώνων» διαχείρισης, της ΕΥΔΑΠ και της ΕΥΑΘ. Πρόκειται, όπως τονίστηκε, για μια παλιά, ακριβή και αμφίβολης αποτελεσματικότητας προσέγγιση, χωρίς μελέτη σκοπιμότητας, χωρίς ολοκληρωμένο τεχνικό σχεδιασμό και χωρίς ουσιαστική επιστημονική αξιολόγηση.
Την ίδια στιγμή, η ΕΥΔΑΠ εμφανίζεται ως «εθνικός πυλώνας» ενώ έχει αποδυναμωθεί δραματικά. Από περίπου 5.000 εργαζόμενους πριν την είσοδό της στο χρηματιστήριο, σήμερα διαθέτει μόλις 2.000, με αποτέλεσμα την εκτεταμένη εργολαβοποίηση των υπηρεσιών της. Η επέκτασή της χωρίς μόνιμες προσλήψεις δημιουργεί τον κίνδυνο μιας «ΕΥΔΑΠ-κελύφους», έτοιμης να εξυπηρετήσει ιδιωτικά συμφέροντα και διανομή κερδών στους μετόχους.
ΔΕΥΑ, τιμολόγηση και ο δρόμος του ρεύματος
Ιδιαίτερα ανησυχητικές είναι και οι εξελίξεις για τις ΔΕΥΑ. Όπως αναφέρει η Πόπη Σηφακάκη, οι δημοτικές επιχειρήσεις ύδρευσης κατάφεραν, παρά την οικονομική και ενεργειακή κρίση, να συγκρατήσουν τα τιμολόγια. Όμως η υπαγωγή τους στη Ρυθμιστική Αρχή Αποβλήτων, Ενέργειας και Υδάτων και η νέα ΚΥΑ τιμολόγησης εισάγουν καθαρά αγοραία κριτήρια, κατ’ αναλογία με την αγορά ενέργειας.
Η αρχή της «πλήρους ανάκτησης κόστους» και το «ο ρυπαίνων πληρώνει» προμηνύουν οριζόντιες αυξήσεις στο νερό, ιδιαίτερα σε νησιά και περιοχές με υδατική έλλειψη. Με συνολικό κόστος σχεδιασμών που εκτιμάται άνω των 9 δισ. ευρώ και ελάχιστη κρατική συμμετοχή, οι ΔΕΥΑ θα οδηγηθούν είτε σε δανεισμό είτε σε εκχώρηση της διαχείρισης σε ιδιώτες. Το νερό κινδυνεύει να γίνει εμπόρευμα, με τον αποκλεισμό φτωχών νοικοκυριών να μην αποτελεί πια αδιανόητο σενάριο.
Υπάρχουν εναλλακτικές
Η Πρωτοβουλία παρουσίασε συγκεκριμένες, ρεαλιστικές λύσεις: ανακύκλωση νερού από μονάδες επεξεργασίας λυμάτων, συλλογή βρόχινου νερού, επαναχρησιμοποίηση «γκρίζου» νερού, εκσυγχρονισμό αρδευτικών δικτύων, εμπλουτισμό υπόγειων υδροφορέων και προστασία ποταμών. Λύσεις που εφαρμόζονται διεθνώς και μπορούν να μειώσουν δραστικά τη ζήτηση χωρίς καταστροφικά έργα μεταφοράς υδάτων.
«Η Ευρυτανία δεν είναι δεξαμενή»
Ιδιαίτερα ηχηρή ήταν η παρέμβαση των τοπικών κοινωνιών. Όπως τόνισε ο Γιώργος Τσιαντής από τη Χελιδόνα Ευρυτανίας, κανείς δεν αρνείται το δικαίωμα της Αττικής στο νερό. Αρνούνται όμως μια λύση που θυσιάζει έναν ολόκληρο τόπο για να καλύψει τα αποτελέσματα λανθασμένου σχεδιασμού δεκαετιών. Η Ευρυτανία δεν είναι δεξαμενή, αλλά ένας ζωντανός τόπος. Η λογική της άντλησης πόρων από την περιφέρεια για τη συντήρηση των μητροπολιτικών κέντρων συνιστά, όπως ειπώθηκε, μια μορφή εσωτερικής αποικιοκρατίας.
Να μη γίνει το νερό «ρεύμα»
Το κεντρικό μήνυμα της συνέντευξης ήταν σαφές: η λειψυδρία δεν είναι φυσικό φαινόμενο αλλά πολιτικό και διαχειριστικό αποτέλεσμα. Και αν δεν υπάρξει έγκαιρη κοινωνική και θεσμική αντίδραση, το νερό κινδυνεύει να ακολουθήσει τον δρόμο του ρεύματος – με αυξήσεις, αποκλεισμούς και πλήρη υποταγή στη λογική του κέρδους.
Η προστασία του νερού ως δημόσιου, κοινωνικού αγαθού δεν είναι ιδεολογική εμμονή. Είναι όρος επιβίωση.
Πηγή: Πηγή: Τάσος Σαραντής / Εφημερίδα των Συντακτών































