Ήθη και Έθιμα του Πάσχα στα χωριά μας

416
ethim

Έθιμα-Μυροφόροι της Μνήμης. Κλωθογυρίζει τις μέρες του ο Χρόνος…

Φωτο. Οικογένεια Φλώρου. Πάσχα στο Κρίκελλο 1965

Η Λάχεση ανεμοσκορπάει λύπες και χαρές στων θνητών τα έργα.

Η Άτροπος στοιβάζει θύμησες από ήθη και έθιμα, ψυχορραγούντα στις απόκρημνες και θεοσκότεινες σάρες του νου.

Το άτι της τεχνογνωσίας καλπάζει ακαπίστρωτο στ’ ασφοδέλια της τεχνητής νοημοσύνης.

Στις 12 τ’ Απρίλη του 2025, στο Κρίκελλο της Ευρυτανίας, η θεια-Παναγιού, φορτωμένη τα 87 της χρόνια, κάνει τον σταυρό της να την αξιώσει ο Θεός να τιμήσει και φέτος τα ιερά και τα όσια των προγόνων της.

Ανασκουμπώνεται να ομορφύνει το σπιτικό της για να υποδεχτεί ένα απ ’τα τρία παιδιά της, που πήραν των ομματιών τους, αφού οι Αρχοντάδες της Εξουσίας τα  ’στελναν απ’ τον Άννα στον Καϊάφα, κι απ’ τον Πόντιο Πιλάτο στους Σταυρωτήδες των ονείρων τους, εξαναγκάζοντάς τα να ξενιτευτούν.

Τη μέρα του Λαζάρου ασπρίζει μέσα-έξω τους τοίχους του πατρικού και καθαρίζει το στενορρύμι με το ξεδοντιασμένο τσιμέντο, που οδηγεί στον Άη-Νικόλα. Κάθε τόσο ένας βαθύς στεναγμός ανασταίνεται απ’ τα σωθικά της κι ένα δάκρυ στοιχειώνει στ’ ακροβλέφαρό της, θυμάμενη τα μικράτα της, όταν το χωριό μέτραγε 700 οικογένειες κι ο τόπος αχολόγαγε από γέλια, κλάματα, κελαηδισμούς λιγοθυμισμένους, ήχους θεριακωμένους στο πετράλωνο της Ανάγκης.

Τι να πρωτομαζέψει η σκέψη της; Τη χαρά των κοριτσιών που με στολισμένα τα καλαθάκια τους γύρναγαν τις γειτονιές, γεμίζοντάς τα με καραμελίτσες, λουκουμάκια και καμιά δεκαρούλα; Την ανυπομονησία της τι θα τους έδινε η γυναίκα του προέδρου, του ενωμοτάρχη, του δάσκαλου; Την έγνοια της μην ξεχάσει τα λόγια που της μάθαινε η μανιά της;

«Καλώς μας ήρθε ο Λάζαρος, χίλια καλώς μας ήρθε

με τ’ άσπρα με τα κόκκινα, με τα όμορφα λουλούδια

με τη Λαμπρή καλόκαρδη και καλοκαρδισμένη….»

Τ’ απόγευμα με τον πατέρα της κουβαλούσαν βάγια στην εκκλησιά για να μοιράσει ο παππα-Λευτέρης την Κυριακή των Βαΐων.

Η μάνα της, η Θύμιαινα, γράμματα δεν έμαθε, μα στεκόταν Κέρβερος στις Πύλες των Εθίμων, σφράγιζε τα κατσαρολικά από κάθε άρτυμα κι όλη τη Μεγάλη Βδομάδα τους νήστευε κι απ’ το λάδι. Έπρεπε «καθαρά τη καρδία» να μεταλάβει το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης.

Κι ύστερις, εξαγνισμένη, να βοηθήσει τη μάνα να βάψουν τα κόκκινα αυγά. Απ’ το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης είχαν βάλει στο κακάβι ξερόφλουδα από κρεμμύδια και ριζάρι να μουλιάσουν. Το πρωί τοποθετούσαν με προσοχή τ’ αυγά απ’ τις δικές τους κότες και τα  ’βραζαν σε σιγανή φωτιά, παρέα με το όξος που τους θύμιζε τη Σταύρωση του Ιησού. Μετά ακολουθούσε η πιο αγαπημένη της ώρα. Έπλαθε κουλουράκια χαρίζοντάς τους τα ωραιότερα σχήματα θαυμάζοντας τη δεξιοτεχνία της αδερφής της, καθώς έφτιαχνε τη Λαμπροκουλούρα, κεντώντας στο ζυμάρι μορφές λουλουδιών και πουλιών, γύρω από έναν σταυρό. Το βράδυ, άκουγε τα δώδεκα ευαγγέλια κι ας μην καταλάβαινε τι λέγανε οι ψάλτες κι ο παππάς. Το βλέμμα της ήτανε καρφωμένο στον Εσταυρωμένο και στα «δακράκια της Παναγιάς», που ’χε μαζέψει ψηλά στον Άη-Θανάση και τα είχε απιθώσει στα πόδια του Ιησού μέχρι να στολίσουν τον Επιτάφιο.

Σαν η αυγή άπλωνε το φως της Μεγάλης Παρασκευής, η Παναγιού άκουγε τις παρέες των αγοριών του δημοτικού σχολείου  να λένε σ’ όλο το χωριό το μοιρολόϊ της Παναγιάς:

«Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα,

σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.

Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,

οι άνομοι και τα σκυλιά και τρισκαταραμένοι,

για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων Βασιλέα….»

Κι ήταν όλες οι Μεγάλες Παρασκευές της ζωής της βροχερές και σκοτειδιασμένες να της θυμίζουν τους αδηφάγους διώκτες της Αγάπης, που αιώνες τώρα σταυρώνουν τη διδασκαλία του Χριστού, βυθίζουν τον κόσμο στον πόνο, μεταμορφωμένοι σε Μινώταυρους διψώντες να κατασπαράξουν τον ανθό της νιότης στα πέρατα της οικουμένης.

Η Ανάσταση τότε  δεν γινόταν μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου προς Κυριακή,  όπως σήμερα.

Ο παππάς χτύπαγε την καμπάνα πριν ξημερώσει Κυριακή, κοντά στις 4 η ώρα.

«Είμαστε όλοι εδώ;» ρώταγε  και ξεκινούσε τη Θεία Λειτουργία.

Οι πιστοί έκαναν τον σταυρό τους ζητώντας από τον «Αμνόν του Θεού» υγεία και ειρήνη στον κόσμο,  δύναμη περίσσια ν’ αναστήσουν τα ζωντανά τους για να τα πουλήσουν στον χασάπη και να μπορέσουν να αγοράσουν αλεύρι, αλάτι, πετρέλαιο για τη λάμπα κι ό,τι δεν μπορούσαν οι ίδιοι να παράξουν.

Τούτη την Άγια ημέρα, την Εορτή των εορτών, ο Άη-Νικόλας πέρα από τόπος ιερός, μεταμορφωνόταν και σε νυφοπάζαρο. Νέοι και νιες λουσμένοι με το ιλαρό φως της Ανάστασης έπλεκαν τα χτυποκάρδια του έρωτα στις σαϊτιές των ματιών τους. Οι  ψαλιδόγλωσσες προξενήτρες, απ’ τον γυναικωνίτη, σκούνταγαν η μία την άλλη ξαλέθοντας τα προτερήματα του υποψήφιου γαμπρού ή της νύφης, η οποία περνούσε τον υποψήφιο από κρησάρα:

«Τι μου λες θεια; Να πάρω τον Σπύρο που φέρνει το κερί απ’ το σπίτι του;», υποδηλώνοντας έτσι τη φτώχεια του, αφού οι πιο αναγκεμένοι έφτιαχναν το κερί στο σπίτι τους απ’ τα δικά τους μελίσσια.

Όλοι είχαν ένα κόκκινο αυγό στην τσέπη τους και βγαίνοντας απ’ την εκκλησία το τσούγκριζαν λέγοντας και αντιλέγοντας:

-Χριστός Ανέστη

-Αληθώς Ανέστη

Γυρίζοντας στο σπίτι έσφαζαν το αρνί που θα σούβλιζαν, έφτιαχναν τη μισή συκωταριά κοκορέτσι και την άλλη μισή την τηγάνιζαν ή την έκαναν μαγειρίτσα. Αξέχαστο το φαγοπότι της Λαμπρής!

Άναβε το γλέντι, ξεσφραγίζονταν οι ψυχές, τα κουτσοκέφαλα έσπαγαν το έρκος των οδόντων, ο τσάμικος ξεσήκωνε τις αγκουσεμένες καρδιές και η Ηχώ έπαιρνε το «Πάσχα καινόν, άγιον, πανσεβάσμιον» και το αντιλαλούσε στα περήφανα βουνά της Ευρυτανίας.

Καρτεράει η Παναγιού, γερόντισσα πια, με τους λιγοστούς συγχωριανούς να γιορτάσει την Ανάσταση,  ζητώντας απ’  τον Υιό του Θεού να φωτίσει τους μικρόνοες ηγέτες της ανθρωπότητας  να πάψουν «να φτιάχνουν» Εσταυρωμένους, να αναστήσουν την πολύπαθη Ειρήνη.   Να σώσουν τους νέους απ’ το πνευματικό παιδομάζωμα. Να υλοποιήσουν, επιτέλους, έργα μακρόπνοα στα χωριά, αφού  οι ίδιοι ευθύνονται  για την ερήμωσή τους.

Ελπίζει, πριν πεθάνει, να ζήσει την άλλη Ανάσταση, αυτή του χωριού της. Με τα παιδιά ν’ αναβιώνουν τα έθιμα διαβάζοντας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη:

«….Την Μεγάλην Παρασκευήν, περί την δύσιν του Ηλίου, η μήτηρ ωδήγησε τα δύο παιδία εις την εκκλησίαν, όπου έκαμαν τρεις γονυκλισίας προ του ανθοστεφούς κουβουκλίου, ησπάσθησαν τον μυρόπνοον Επιτάφιον, το αργυρόχρυσον Ευαγγέλιον με τ’ αγγελούδια, επέρασαν τρις από τον υψηλόν, μεγαλοπρεπή Επιτάφιον….»

01
screenshot
Screenshot
screenshot
Screenshot
screenshot
Screenshot

Της Αθανασία Κατσικερού-Φλώρου

Ευγνώμων στις Ευρυτάνισσες που μου αφηγήθηκαν μνήμες τους:

Λαμπρινή Τσιπετού- Κατσαρού του Αλεξάνδρου και της Ζωής Ευθυμία Πλούμπη-Πελεκάνου του Κωνσταντίνου και της Σπυριδούλας

Ελένη Συγγούνη-Μαργαρίτη του Νικολάου και της Αντριγούλας.