
Η 14η Ιούνη έχει καθιερωθεί ως η Παγκόσμια μέρα εθελοντή αιμοδότη. Είναι αφιερωμένη σε όλους τους σιωπηλούς ήρωες της καθημερινότητας που προσφέρουν χωρίς να ζητούν ανταλλάγματα. Σώζουν ζωές χωρίς να το διαλαλούν. Η αιμοδοσία δεν είναι μια απλή ιατρική διαδικασία. Είναι μια πράξη αγάπης, ενσυναίσθησης και κοινωνικής ευθύνης. Όσο περισσότερο μεγαλώνει ο αριθμός των εθελοντών αιμοδοτών, τόσο περισσότερες ζωές σώζονται.
Για τούτη μέρα μου ΄ρθε στο νου και το αναζήτησα, ένα απόσπασμα του φίλου συγγραφέα Μιχάλη Στρατάκη από παλιό χρονογράφημά του για τον Μανώλα, έναν χαμάλη, φανατικό προπολεμικό εθελοντή αιμοδότη:
«…Τον Μανώλα, τον χαμάλη, τον άπλυτο, τον μαυροκακομοίρη φαμέγιο των πολλών στο Μεγάλο Κάστρο, που όλοι τον κοροϊδεύανε. Όλοι, απού δεν ήσανε σαν κι αυτόν. Με πρώτους, τους μεγαλονοικοκυραίους απού δεν ανεχόντουσαν να θωρούνε ανθρώπους σαν τον Μανώλα ν’ αναπνένε τον ίδιο αέρα μ’ αυτούς. Κι ας εκατέχανε όλοι οι Καστρινοί, πως ο Μανώλας ήτανε ο πρώτος και μεγαλύτερος εθελοντής αιμοδότης της Χώρας. Κι ας ετρέχανε στο Μανώλα όλοι που είχανε ανάγκη από αίμα σε κάποια δύσκολη ώρα τους. Κι ας εκατέχανε όλοι οι Καστρινοί, πως στις φλέβες τους μπορούσε και να κυλά το αίμα του Μανώλα, απού εμοίραζε το αίμα του σ’ όλους απού το ‘χανε ανάγκη, όχι από φιλανθρωπία, μα από την επιταγή του Μέγα Χρέους.
Μήτε μια φορά δεν αγανάχτησε, να εξοργίστηκε από τα πειράγματα που εκσφεντονούσανε εναντίον του οι ‘’καθωσπρέπει’’ Καστρινοί.
Πάντα χαμογελαστό τονε θυμούμαι, ζεμένο στο χαμηλοκάρατσό του, να κουβαλά αγόγγυστα τα μπράτη των αλλονών και τον δικό του πόνο.
Μόνο μια φορά τον εθυμούμαι μανισμένο. Ήτανε στη Χιονόπορτα, εκουβάλιε καρέκλες με το καρότσι του, όταν είδα μια καρέκλα να παλατζέρνει και να’ τανε έτοιμη να πέσει στο δρόμο. Είχα τρέξει φωνάζοντας, είχα σταθεί πίσω από το καρότσι και έσπρωχνα την καρέκλα να πάει πιο μέσα. Είχε γυρίσει την κεφαλή του ο Μανώλας, είδα ίντα έκανα και μου ‘βαλε τση φωνές.
-‘’Φύγε μη βαρείς και άσε με μοναχό μου να τση σιάξω’’, μου ‘χε πει και βάλθηκε να ξαναντανιάζει τση καρέκλες.
Τονε θυμούμαι και σακατεμένο από το ζέψιμο του καροτσιού του και από τα βάρυτα των χρόνων και της μοναξιάς, να σέρνει τα πόδια του στο Βαλιδέ Τζαμί, με τη χέρα του μισοτεντωμένη και την απαλάμη του μισάνοιχτη, περήφανος διακονιάρης, γυρεύοντας μια στάξη διακονιάς από τση διαβάτες. Τονε θυμούμαι σ’ εκείνονα το δρόμο, όπου τον κοντοσίμωσε ένα τσιγγανάκι, ζητώντας του ελεημοσύνη. Είχε βάλει τη χέρα του στην τσέπη του ο Μανώλας, είχε βγάλει όσα κέρματα ήσανε μέσα, τα ‘χε δώσει στο τσιγγανάκι και του ‘χε πει εκείνη την κουβέντα που θα με στοιχειώνει όσο ζω : ‘’Πάρε τα, δεν έχω άλλα κι εγώ διακονιάρης είμαι’’.
Δεν κατέχω γιάντα, μα όλη μέρα σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Εθελοντή Αιμοδότη, όλο τον Μανώλα σκέφτομαι. Στον πρωτόθρονο του νου μου τον έχω θρονιασμένο και τονε καμαρώνω. Και τονε ζηλεύω, γιατί δεν μπορώ να τονε φτάξω.»