
Ένα πακέτο μακαρόνια
Ο υφυπουργός της κυβέρνησης Κωνσταντίνος Κυρανάκης σε τηλεοπτική του εμφάνιση είχε δηλώσει: ‘‘Προφανώς και όλοι θα θέλουμε ο ΦΠΑ να είναι χαμηλότερος. Τι συμβαίνει όμως εδώ… Ναι ο πλούσιος και ο φτωχός (δεν μ’ αρέσουν βέβαια αυτές οι λέξεις) έχουν διαφορά στην κατανάλωση, δηλαδή τι συμβαίνει εδώ…Θα πληρώσουν μεν τον ίδιο φόρο στα μακαρόνια όμως ένας πλούσιος ο όποιος έχει περισσότερα χρήματα θα καταναλώσει και περισσότερο, άρα η μεγαλύτερη κατανάλωση, τα περισσότερα πακέτα μακαρόνια να το πω έτσι, αποδίδουν παραπάνω ΦΠΑ στα κρατικά ταμεία από τα όποια κρατικά ταμεία επιλέγει η κυβέρνηση να ασκήσει αδύναμους και μεσαία τάξη’’.
Και η αλήθεια είναι ότι όπως φαίνεται ο κ.Κυρανάκης είπε κάτι πάρα πολύ ξεκάθαρο, ότι ουσιαστικά δεν μειώνεται ο ΦΠΑ, γιατί δεν ενδιαφέρει η κατανάλωση του μικρομεσαίου και του φτωχού. Αρκεί ο πλούσιος να καταναλώνει περισσότερο και να έχει τη δυνατότητα να κινεί το χρήμα στην αγορά ακόμα και αν ο φτωχός δεν έχει να φάει. Και το πρόβλημα δεν είναι μόνο τα πακέτα μακαρόνια, αλλά το αυτοκίνητο που δικαιούται να έχει, η στέγη, η εκπαίδευση, η ευημερία εν γένει.
Ο υφυπουργός παρουσιάζει τον ΦΠΑ ως ένα “ουδέτερο” εργαλείο που επιβαρύνει όλους το ίδιο, όμως αυτό δεν ισχύει στην πράξη. Ο ΦΠΑ, ως έμμεσος φόρος, πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα, επειδή:
Οι φτωχότεροι ξοδεύουν σχεδόν το σύνολο του εισοδήματός τους σε καταναλωτικά αγαθά — άρα πληρώνουν περισσότερο ΦΠΑ αναλογικά. Επίσης οι πλουσιότεροι μπορούν να αποταμιεύουν, να επενδύουν ή να καταναλώνουν σε αγαθά με διαφορετική φορολογική μεταχείριση. Άρα η δήλωση ότι “ο πλούσιος πληρώνει περισσότερο ΦΠΑ επειδή αγοράζει περισσότερα μακαρόνια” υποβαθμίζει την έννοια της αναλογικότητας και παραβλέπει την έννοια της φορολογικής δικαιοσύνης.
Πιθανά το παράδειγμα με τα μακαρόνια να είναι ατυχές, αλλά φανερώνει την πολιτική διάσταση της οικονομικής αυτής πολιτικής και μια καμουφλαρισμένη ταξικότητα. Η προσπάθεια να παρουσιαστεί ένας αντιστρόφως προοδευτικός φόρος ως “δίκαιος” φανερώνει μια ιδεολογική θέση υπέρ των έμμεσων, φόρων, η οποία όμως εξυπηρετεί τους οικονομικά ισχυρούς.
Το πρόβλημα είναι βέβαια ότι από τα μισά του μήνα και μετά ο φτωχός στη χώρα μας δεν έχει ούτε μακαρόνια να φάει, αλλά βάσει αυτής της πολιτικής αυτό δεν έχει σημασία μιας και ο πλούσιος θα έχει, γιατί αυτός συνεχίζει να κινεί το χρήμα στην αγορά. Τώρα σε ποια αγορά το κινεί… αυτό είναι ένα άλλο ερώτημα που προκύπτει, μιας και αν η χώρα μας συνεχίσει μ’ αυτούς τους ρυθμούς θα καταντήσει σαν την αυλή των Βερσαλλιών, όπου ‘λίγοι και καλοί’ χωράνε. Το να υπάρχει ευημερία για όλους δεν είναι μόνο κοινωνικό αγαθό, αλλά διασφαλίζει και την ίδια τη λειτουργία της δημοκρατίας, γιατί όλοι θυμόμαστε το τέλος των Βερσαλλιών.