ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ             

648
mati

                             Το καντήλι της εξουσίας

Ντίλι ντίλι ντίλι, ντίλι το καντήλι   

      που έφεγγε και κένταγε, η κόρη το μαντίλι.

Πήγε κι ο ποντικός.
Πήρε το φυτίλι.
Μέσα απ’ το καντήλι.
Όπως παίρνουν και στις μικρές κοινωνίες το «φως».
Το μοιράζουν. Το πουλάνε. Το φυλάνε για τους δικούς.

Πάει και η γάτα.
Έφαγε τον ποντικό.
Έτσι και οι πιο ισχυροί.
Καταπίνουν τους μικρούς.
Κι όλοι κάνουν πως δεν βλέπουν.
Γιατί αύριο μπορεί να ’ρθει η σειρά τους.

Το καντήλι μένει.
Η φλόγα τρεμοπαίζει.
Μα πάντα βρίσκεται κάποιος να βουτήξει το φυτίλι.
Να κρατήσει ζωντανή τη φλόγα, όχι για τον τόπο,
μα για τον εαυτό του.

Πήγε κι ο σκύλος.
Κυνήγησε τη γάτα.
Κι οι πολιτικοί κυνηγούν ο ένας τον άλλον.
Δημόσια εχθροί, στο παρασκήνιο φίλοι.
Κολλημένοι όλοι στην ίδια μασέλα εξουσίας.

Πάει και το ξύλο που σκότωσε το σκύλο                                                   που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό                                               που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι                                                  που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,                                               ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντίλι.

Ντίλι-ντίλι το καντήλι.
Κι η ‘κόρη’ πάντα εκεί.
Να κεντάει το μαντίλι.
Σαν την κοινωνία που υφαίνει μόνη της
το ίδιο υφαντό συμφερόντων.

Ο ένας τρέφει τον άλλον.
Ο ένας εξαρτάται απ’ τον άλλον.
Και όλοι μαζί εξαρτώνται από την εξουσία.
Γιατί αν δεν την έχουν,
δεν έχουν τίποτα.
Δεν είναι τίποτα.

Κι ύστερα μπαίνουν οι χορηγίες.
Στους συλλόγους τους.
Στα στέκια τους.
Στους δικούς τους ανθρώπους.
Φτιάχνουν ομάδες επιρροής.
Δίνουν εντολή.
Ποιον θα παίξουν.
Ποιον θα θάψουν.

Πάει και ο φούρνος που έκαψε το ξύλο                                                    που σκότωσε το σκύλο                                                                          που έφαγε τη γάτα που έφαγε τον ποντικό                                              που πήρε το φυτίλι μέσ’ από το καντήλι                                                   που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι,                                               ντίλι ντίλι ντίλι, της κόρης το μαντίλ.

Ντίλι-ντίλι, της κόρης το μαντίλι.
Ντίλι-ντίλι, της εξουσίας το καντήλι.
Κι όλοι μαζί, μια μικρή Ευρυτανία,
που φέγγει μόνο όσο χρειάζεται
για να μη χαθεί κανείς από το χορό.                                                        Αλλά το καντήλι της εξουσίας μια μέρα σβήνει.