Τα τελευταία χρόνια, η Ιταλία έχει πουλήσει εκατοντάδες ετοιμόρροπες κατοικίες σχεδόν δωρεάν, χάρη σε προγράμματα προσέλκυσης νέων κατοίκων που πυροδότησαν ένα κύμα αναγέννησης για τις αγροτικές κοινότητες.

Για έναν άνδρα όμως, η αγορά ενός μόνο σπιτιού δεν ήταν αρκετή. Αγόρασε ένα ολόκληρο χωριό. Συγκεκριμένα, ο Σκωτσέζος επιχειρηματίας Τσεσίντιο Ντι Τσιάκα μόλις ολοκλήρωσε την ανακαίνιση του Borgo I Ciacca, ενός αγροτικού χωριού που χρονολογείται από το 1500 και φέρει ιστορικά το όνομα της οικογένειάς του. Το χωριό βρίσκεται στην άγρια περιοχή της Τσοτσιαρία, μεταξύ Ρώμης και Νάπολης, στους πρόποδες της πόλης Πιτσινίσκο.

Γιατί αποφάσισε να αγοράσει το χωριό των προγόνων του

«Στις αρχές του 20ου αιώνα, οι παππούδες μας Τσεσίντιο και Μαριέτα εγκατέλειψαν το χωριό αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον» λέει ο Ντι Τσιάκα στο CNN. «Μετανάστευσαν στη Σκωτία, αφήνοντας πίσω τους το χωριό τους, το οποίο έπεσε στη λήθη για μισό αιώνα. Ήταν ένα μέρος – φάντασμα. Άρχισα να το ανακτώ περισσότερο από 10 χρόνια πριν. Ήταν ένα τεράστιο έργο, αλλά τώρα επιτέλους είναι και πάλι ζωντανό».

Παρασυρμένος από τη νοσταλγία για τη γη των προγόνων του και αφού έκανε περιουσία ως δικηγόρος και σύμβουλος, ο Ντι Τσιάκα αποφάσισε να επιστρέψει για να δώσει νέα πνοή στο χωριό που άφησε πίσω η οικογένειά του και να αναζωογονήσει την τοπική οικονομία.

Κι ενώ μέχρι πρότινος εάν το επισκεπτόσουν έβλεπες ένα σύμπλεγμα από ερειπωμένες πέτρινες κατοικίες αγροτών, αχυρώνες και αποθήκες χωρίς παράθυρα με ραγισμένες πόρτες και ασταθή σκαλοπάτια, το χωριό πλέον έχει ανακαινισμένα σπίτια σε παστέλ χρώματα με ένα κυκλικό πανοραμικό μονοπάτι με θέα σε καταπράσινους λόφους.

Το χωριό φιλοξενεί πλέον μια καντίνα κρασιού, μια αίθουσα συνεδριάσεων, μια βιβλιοθήκη και δύο σουίτες για να φιλοξενήσει τους επισκέπτες που λαχταρούν μια βουκολική διαμονή. Στους αμπελώνες του κτήματος καλλιεργούνται σταφύλια Maturano, μια παλαιότερα εξαφανισμένη ποικιλία που έχει ανακτηθεί.

Ο Ντι Τσιάκα μπορεί να γεννήθηκε στο ψαροχώρι Κοκένζι, έξω από το Εδιμβούργο, αλλά όπως λέει, πάντα έτρεφε βαθιά αγάπη για την πατρίδα του. «Η οικογένειά μου δεν έχασε ποτέ την επαφή με τις ρίζες της» λέει. «Κάθε καλοκαίρι, όταν ήμουν παιδί, οι γονείς μου με έφερναν εδώ για να επισκεφθώ τους συγγενείς μου. Καθώς μεγάλωνα, οι επισκέψεις μου γίνονταν όλο και πιο συχνές, μέχρι που αποφάσισα να ξεκινήσω μια αποστολή ζωής για να επανασυνδεθώ πλήρως με τις ρίζες μου και να ξαναφέρω τη ζωή στο οικογενειακό μας χωριό».

Το πρώτο βήμα ήταν να εντοπιστούν και οι 140 ιδιοκτήτες ακινήτων του χωριού των 300 στρεμμάτων – μια μακρά και περίπλοκη διαδικασία που έγινε πιο δύσκολη λόγω του γεγονότος πως είχαν διασκορπιστεί σε όλο τον κόσμο.

«Όλα ξεκίνησαν ως χόμπι, και στη συνέχεια συνειδητοποίησα πως έπρεπε να μετατρέψω αυτό το όνειρό μου σε βιώσιμη επιχείρηση» λέει ο Ντι Τσιάκα. «Όταν η κόρη μου Σοφία αποφάσισε να αφήσει τη δουλειά της σε μια εταιρεία και να αναλάβει τη φροντίδα των αμπελώνων, μετέτρεψα το χωριό σε ένα αγροτικό αγρόκτημα που παράγει μέλι, μαρμελάδες, κρασί και έξτρα παρθένο ελαιόλαδο και ξεκίνησε δραστηριότητες με οικολογική συνείδηση».

Το χωριό διαθέτει τώρα ένα μικρό πολιτιστικό κέντρο και μια αίθουσα συνεδριάσεων για συναντήσει ακαδημαϊκών, διατροφικών και αγροτικών σπουδών. Υπάρχει επίσης μια καντίνα για γευσιγνωσία κρασιού και μια κουζίνα για μαθήματα μαγειρικής. Όλα τα κτίρια στο χωριό διαθέτουν ενδοδαπέδια θέρμανση και ένα πολύ καλό Wi-Fi.

(Πηγή: iefimerida.gr)