Γράφει:
ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος
Συγγραφέας, Αρθρογράφος
& Ραδιοφωνικός Παραγωγός
theofanhspap@outlook.com

Από το όνομά σου ξεκινά η άνοιξη,
Απ’ τις συλλαβές του κρέμουνται κόκκινα κεράσια.
Κώστας Μόντης

Γιάννης Ρίτσος: «Επιτάφιος»
Μέρα Μαγιού μου μίσεψες/ μέρα Μαγιού σε χάνω/ άνοιξη γιε που αγάπαγες/ κι ανέβαινες απάνω/
Στο λιακωτό και κοίταζες/ και δίχως να χορταίνεις/ άρμεγες με τα μάτια σου/ το φως της οικουμένης/ Και μου ιστορούσες με φωνή/ γλυκιά ζεστή κι αντρίκεια/ τόσα όσα μήτε του γιαλού/
δεν φτάνουν τα χαλίκια/ Και μου λεγες πως όλ’ αυτά/ τα ωραία θαν’ δικά μας/ και τώρα εσβήστης κι έσβησε/το φέγγος κι η φωτιά μας.[…]
Μίλτος Σαχτούρης:
«Η πληγωμένη άνοιξη»

Η πληγωμένη Άνοιξη τεντώνει τα λουλούδια της/ οι βραδινές καμπάνες την κραυγή τους/ κι η κάτασπρη κοπέλα μέσα στα γαρίφαλα/ συνάζει στάλα στάλα το αίμα/απ’ όλες τις σημαίες που πονέσανε/ από τα κυπαρίσσια που σφαχτήκαν/ για να χτιστεί ένα πύργος κατακόκκινος/ μ’ ένα ρολόγι και δυο μαύρους δείχτες/ κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα σύννεφο/ κι οι δείχτες σα σταυρώνουν θα ’ρχεται ένα ξίφος/ το σύννεφο θ’ ανάβει τα γαρίφαλατο/ ξίφος θα θερίζει το κορμί της.
Τάσος Λειβαδίτης: «Πες μου λοιπόν πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη…»
Πες μου, α, πες μου, λοιπόν, πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη, τα χωρατά των/ σπουργιτιών, σγουρά γέλια των θάμνων, οι παπαρούνες σα γλυκά κόκκινα στόματα,/ ρυάκια μου ασυλλόγιστα, πού πάτε; Σαν ένας γρύλλος που ξεχάστηκε στη μέρα το/ ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά, πλάι στο πηγάδι ο παππούς παίζοντας την κιθάρα του,/ «μακριά, σα θα φύγω, μάνα, στην ξενιτιά»,/ ένα κλωνί βασιλικός μες στα χοντρά ρουθούνια του να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του/ απ’ τις στερνές ομορφιές της γης, πουλιά πετούσαν στα κλαδιά, σα να πηγαίνανε/ χαρούμενα μηνύματα από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα,/ μακρόσυρτα σούρουπα/ με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα, έκθαμβες ώρες,/ βαρειές απ’ όλο το γιγάντιο Αόριστο που έφτανε ως τον πόνο. Αίσθηση αβέβαιη/ όλων των μυστικών της ζωής που διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου,/ κει κάτου, μακριά, τους βραδινούς ορίζοντες.[…]
Μαρία Πολυδούρη: «Άνοιξη»
Άνοιξη! Ο ήλιος χρυσαφιού πλημμύρα. Μάγια, μύρα/ παντού, και σ’ αγαπώ, σε καρτερώ./
Βραδύνεις κι’ υποψιάζομαι, ζηλεύω, δε σου πήρα/ όλης σου της ψυχής το θησαυρό./ Τα λόγια σου! Ω, τα λόγια σου, μια υπόσχεση που καίει,/ μια υπόσχεση που αργεί πολύ να ‘ρθεί./ Τ’ ακούω παντού, δεν παύουνε. Μέσα τους καίει κλαίει,/ μέσα τους τρέμει η αγάπη σου, προτού μοιραία χαθεί./ Τα λόγια σου με μέθυσαν τη μέθη του θανάτου/ κι’ ακόμα δεν εσίγησαν. Μιλούν/
και με τρελαίνουν, με μεθούν, με φέρνουν πιο σιμά του,/ ενώ πιο ακαταμάχητα στην ύπαρξη καλούν. […]
Χρίστος Λάσκαρης
Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη/ όταν την είδα/ να έρχεται από μακριά:/
μισή γυναίκα, μισή όνειρο./ Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω/ στεφανωμένη/ με άνθη κερασιάς./ Τότε κατάλαβα/ τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.
Κική Δημουλά: «Ασυμβίβαστα»
Ὅλα τὰ ποιήματά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη/ ἀτέλειωτα μένουν./ Φταίει ποὺ πάντα βιάζεται ἡ ἄνοιξη,/φταίει ποὺ πάντα ἀργεῖ ἡ διάθεσή μου./ Γι᾿ αὐτὸ ἀναγκάζομαι/ κάθε σχεδὸν ποίημά μου γιὰ τὴν ἄνοιξη/ μὲ μιὰ ἐποχὴ φθινοπώρου/ ν᾿ ἀποτελειώνω.