Ο ξεριζωμός και η προσφυγιά των Ελλήνων κατά τον παρελθόντα πολυτάραχο αιώνα των δυο Παγκοσμίων πολέμων ήταν από τα πιο συνταρακτικά γεγονότα. Λόγω όμως της παρούσης συγκλονιστικής συγκυρίας με το προσφυγο-μεταναστευτικό  πρόβλημα στην οικεία στήλη θα παραθέσουμε στοιχεία για την ελληνική προσφυγιά στην πολύπαθη σήμερα Συρία.

Μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο (1919-1922), περίπου 17.000  πρόσφυγες ξέφυγαν από την Μικρασιατική καταστροφή σε διάφορες πόλεις της  Συρίας και στην ευρεία Μέση Ανατολή. Το ίδιο έγινε το 1939  όταν το Σαντζάκο της Αλεξανδρέττας προσαρτήθηκε στην Τουρκία  και περίπου 12.000 Έλληνες κατέφυγαν στη Δαμασκό και στο Χαλέπι. Το πιο πρόσφατο βέβαια και μεγάλο προσφυγικό κύμα  τουλάχιστον 20.000 Ελλήνων  προς την Συρία και την Μέση Ανατολή ξεχύθηκε κατά την μαύρη Ιταλογερμανική κατοχή στην χώρα (1941-1944). Γι’ αυτή την τελευταία προσφυγιά ο υποφαινόμενος ασχολήθηκε εμπεριστατωμένα στο τελευταίο του βιβλίο “Πόλεμος και κυκλάμινα” (2018) από το οποίο θα παρατεθούν δυο αυτούσια συνεχόμενα αποσπάσματα στα  δυο διαδοχικά φύλλα της εφημερίδας :

(Σελ. 166-167). “…Οι Έλληνες πρόσφυγες, κυρίως νησιώτες, είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική μετά την Κατοχή, διωκόμενοι από την μανία των κατακτητών από την δράση των ιδίων ή των οικείων τους που αντιστέκονταν. Αλλά και λόγω της πείνας  πολλές οικογένειες σύσσωμες ακολουθούσαν, επειδή ο άντρας της οικογένειας ή ο μεγαλογιός είχε ενταχθεί ως εθελοντής στον Ελληνικό Στρατό της Μέσης Ανατολής. Αυτή η διαφυγή  βέβαια ήταν παράτολμη και περίκλειε  πολλούς κινδύνους και σοβαρές απρόοπτες περιπέτειες. Με την πάροδο του χρόνου η φυγή μετατράπηκε σε γενικότερο ρεύμα, όταν οι παντοειδείς στερήσεις  καθώς και οι δυσοίωνες φήμες περί επιστράτευσης των νέων από τους Γερμανούς  κατακτητές εξανάγκασαν πολυάριθμους αμάχους (κυρίως γυναικόπαιδα) να πάρουν (από κοινού με τους στρατεύσιμους) τον θαλάσσιο δρόμο προς τα Μικρασιατικά παράλια, για να καταλήξουν  αργότερα στις χώρες της Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Πρωταγωνιστές γι’ αυτές τις μετακινήσεις  ήταν οι ατρόμητοι βαρκάρηδες και λεμβούχοι των ακριτικών νησιών, που άλλοτε με ελάχιστο τίμημα κι άλλοτε αφιλοκερδώς έκαναν την μεταφορά μέχρι τα Μικρασιατικά παράλια. Από ‘κει και μετά  άρχιζαν άλλες περιπέτειες δίνοντας στους Τούρκους  για αγώγι και μεταφορά “χιλιόδραχμα” Τσολάκογλου μέχρι την τελική προώθησή τους, με τις τούρκικες αρχές να δείχνουν άλλοτε ανθρώπινο κι άλλοτε απάνθρωπο πρόσωπο.

Οι πρόσφυγες που κατέληγαν στον τελικό τους προορισμό στις χώρες της Μέσης Ανατολής και οι περισσότεροι σε Συριακές πόλεις, συγκεντρώνονταν σε οργανωμένους καταυλισμούς-στρατόπεδα, με τροφή, ιατρική και νοσοκομειακή περίθαλψη με γιατρούς και νοσοκόμες του Ερυθρού Σταυρού. Ανάλογα με τα μέλη της οικογένειας δίνονταν κι ένα  μηνιαίο οικονομικό  επίδομα. Στους καταυλισμούς υπήρχαν μονάδες διοίκησης με επικεφαλής κατά πλειοψηφία Έλληνες έφεδρους αξιωματικούς σε μεγαλύτερη ηλικία και βοηθητικούς στρατιώτες. Τη γενική διεύθυνση και εποπτεία αυτών των καταυλισμών είχαν οι Βρετανοί. Με την πάροδο του χρόνου λειτουργούσαν εκεί, δημοτικά σχολεία, τριτάξια γυμνάσια και νηπιαγωγεία με κατάλληλο προσωπικό από κορίτσια των προσφύγων (για τα νηπιαγωγεία)…”  (Η συνέχεια στο επόμενο φύλλο της εφημερίδας).

Άραγε τι μνήμες μάς ξυπνούν όλ’ αυτά, 70 χρόνια μετά, η ιστορία για τους απανταχού κολασμένους και ξεριζωμένους επαναλαμβάνεται ..!

                                                       Κώστας Μπουμπουρής

                                                 Αστυν.Δ/ντής ε.α.-Συγγραφέας

                                                    (k.boubouris@yahoo.gr)