‘…Θυμάρι στα μαλλιά, κράνα για σκουλαρίκια…’

21679

Κυριακή βράδυ, οδηγώντας από το ανταριασμένο Καρπενήσι με προορισμό την Ιθάκη μου (βλ. Λημέρι!), έρχονται στο μυαλό όλα όσα εκτυλίχτηκαν την ημέρα που κλείνει σιγά σιγά και κατασταλάζουν μέσα μου σκέψεις, συναισθήματα και εμπειρίες. Πάντα έτσι γίνεται όταν ταξιδεύω μόνη μου, είναι μια θαυμάσια ευκαιρία για συγκέντρωση, σκέψη και ησυχία.
Σε όλη αυτή τη διαδρομή, μια είναι η σκέψη που κυριαρχεί στο μυαλό μου και εξελίσσεται σε εσωτερικό διάλογο, πόσο μεγάλη ανάγκη έχει ο άνθρωπος τη φιλοσοφία. Τον τελευταίο καιρό έχω συναντήσει αρκετούς ανθρώπους που μου μιλούν για αυτή τους την ανάγκη και πραγματικά τους συμμερίζομαι, γιατί την έχω έντονα κι εγώ η ίδια. Πάντα την είχα. Είναι μια τεράστια δίψα να κατανοήσω το σύμπαν που ζω και να εξελιχθώ μέσα σε αυτό, που με κάνει να αναζητώ συνέχεια απαντήσεις και δημιουργικό διάλογο για να με πάει λίγο παραπέρα. Και όταν συναντώ ανθρώπους που μπορώ να μιλήσω για τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Πυθαγόρα, ακόμα και τους Κυνικούς, για πολιτική με εμβάθυνση σε αίτια και αποτελέσματα και τη συμβολή των προσώπων στον καθημερινό ρου της ιστορίας, τότε η ψυχή μου ξεσηκώνεται. Έτσι καταλαβαίνω ότι για τέτοια πράγματα είναι φτιαγμένος ο άνθρωπος, αλλά εντέχνως τα κοιμίζει ώστε να μπορεί να ανταποκριθεί στην καθημερινότητα του βιοπορισμού, των ευθυνών και των υποχρεώσεων.
Και ενώ τα σκέφτομαι όλα αυτά και κοντεύω να φτάσω στον προορισμό μου, ανακαλύπτω ότι η συννεφιά έφυγε και πρόβαλε ένα ολόλαμπρο φεγγάρι στον ουρανό που μου κλείνει το μάτι και μου δείχνει πόσο όμορφη είναι αυτή η πλάση. Φώτιζε με ένταση την υπέροχη Λίμνη Κρεμαστών, η οποία απλώνεται μπροστά μου μεγαλόπρεπη, γαλήνια, μοναδική, με τα μικρά ‘φιορδ’ να ξεχωρίζουν και που και που να φωτίζονται από μικρά σπιτάκια. Σαν να βρίσκομαι σε μυθιστόρημα και όχι στην μισοέρημη Φτερόλακα με το σακατεμένο δρόμο. Κοντοστέκομαι λίγο να θαυμάσω αυτό το μαγευτικό σκηνικό που αναδίδει μια γλύκα και μια χαρά, ενώ από το ραδιόφωνο έρχεται μια παλιά μου γνώριμη μελωδία, ένα τραγούδι που ήρθε να κάνει μια ‘σούμα’ των σκέψεων και των συναισθημάτων όλης της διαδρομής.

«Μια νύχτα θα ρθει από μακριά, αέρας Πεχλιβάνης να μην μπορείς να κοιμηθείς, μόλις τον ανασάνεις. Θαχει θυμάρι στα μαλλιά,
κράνα για σκουλαρίκια
και μες στο στόμα θα γυρνά, ρητορικά χαλίκια.

Θα κατεβεί σαν άρχοντας,
θα κατεβεί σαν λύκος
να πάρει χρώμα και ζωή,
της μοναξιάς ο κήπος.
Τα μελισσάκια θα γυρνούν,
γύρω απ’ τις πολυθρόνες
και το νερό το κρύσταλλο,
θα ρέει απ’ τις οθόνες.

Αέρα να σαι τιμωρός, νασαι και παιχνιδιάρης
κι αν βαρεθεί η ψυχούλα μου,
να `ρθεις να μου την πάρεις,
για να κοιτάει από ψηλά,
του κόσμου τη ραστώνη,
να ξεχαστεί σαν των βουνών,
το περσινό το χιόνι».

Έχει μια αφοπλιστική αμεσότητα και ειλικρίνεια στον τρόπο που περιγράφει τη φύση και τον άνθρωπο μέσα σ’αυτήν ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, που πάντα με συγκινούσε και μου έφερνε εικόνες από χωριό, από δάση και ποτάμια.

Υποκλίνομαι στη συνειρμική σκέψη και αποτύπωση, αλλά και στην θαυμαστή πραγματικότητα που βρίσκεται μπροστά μας και περιμένει να την ανακαλύψουμε…

Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα
Εκδότρια