Καλοκαίρι του 2004, σε μια όμορφη ταράτσα στον Κεραμεικό, πίσω ακριβώς από το παλιό ‘Βαρούλκο’, με θέα την Ακρόπολη. Τέσσερα τετράγωνα πιο κάτω η οδός Μενάνδρου, που κάθε βράδυ μετά τη μία έστριβε το ταξί που καλούσα για να επιστρέψω σπίτι μου, όταν έκλεινε το εστιατόριο που δούλευα. Με το που έστριβε το ταξί μετρούσα κορμιά, έφτανα συνήθως μέχρι το είκοσι, μέχρι να βγούμε στην Κωνσταντινουπόλεως. Ήταν τα κορμιά νεαρών, πολλές φορές ανήλικων αγοριών που περίμεναν τους ‘πελάτες΄ τους. Κάθε βράδυ εκείνο το καλοκαίρι μετρούσα και ξαναμετρούσα τα νεαρά αγόρια, γιατί μου φαίνονταν αδιανόητο ότι υπήρχαν μια, δυο, τρεις, είκοσι ψυχές που περίμεναν να πουλήσουν το κορμί τους για να ζήσουν. ‘Αυτοί είναι μόνο στην αρχή της Μενάνδρου, έχει κι άλλους τόσους, παραπάνω’, μου έλεγαν αυτοί που γνώριζαν τη γειτονία καλά, σχεδόν διασκεδάζοντας με την οδύνη, το φόβο, την απορία και τη λύπη στο βλέμμα μου. Κάποιες απ’ αυτές τις φορές που το ταξί έστριβε έβλεπα και τα ακριβά ΙΧ, που περνούσαν αναζητώντας το επιθυμητό αγόρι. Η γειτονιά εξάλλου ήταν γεμάτη ‘καλό κόσμο’ και ‘διανοούμενους’ κάθε είδους, τίποτα δεν ήταν περίεργο για κανέναν.

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά η ελληνική κοινωνία υποδύεται τον ίδιο αιφνιδιασμό που είχα εκείνο το καλοκαίρι στρίβοντας για πρώτη φορά στη Μενάνδρου. Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά, τα αγόρια αυτά και άλλα εκατοντάδες που έφτασαν στη χώρα, ανήλικα, ασυνόδευτα, πρόσφυγες, μετανάστες, με ανατολίτικα ονόματα ή εξελληνισμένα νέα, τα συντηρούσε στην Αθήνα ο κ. Λιγνάδης; Τα συντηρούσε ένα συγκεκριμένο κύκλωμα παιδόφιλων; Τα συντηρούσαν οι ομοφυλόφιλοι της πρωτεύουσας; Αν βάλεις κάτω απλά τα δεδομένα, η απάντηση είναι απλή. Προφανώς και όχι. Τα συντηρούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο η δική μας κοινωνία, όχι μόνο γιατί έκανε τα στραβά μάτια ή ότι δεν καταλάβαινε, αλλά γιατί δυστυχώς συμμετείχε έμμεσα ή άμεσα στη συντήρηση αυτής της πραγματικότητας. Δεν χρειάζεται να ανήκουμε στο καλλιτεχνικό στερέωμα, ούτε να καθόμαστε σε καμιά μεγάλη καρέκλα, για να έχουμε ευθύνη. Κι αν η όψη της αλήθειας αυτής δεν ακούγεται σε όλους μας καλά, ας σκεφτούμε απλά με ειλικρίνεια και ψυχραιμία και θα πάρουμε εύκολα την απάντηση.

Πόσες φορές άραγε έχουμε ακούσει, ακόμα και στον μικρό δικό μας τόπο, για μια γυναίκα που την κακοποιεί ή ακόμα και τη στέλνει στο νοσοκομείο ο νταής άντρας ή ο γιός ή ο πατέρας της; Όλο και για κάποια θα έχουμε ακούσει. Πόσες φορές έχουμε ακούσει φήμες για άτομα αδύναμα – με οποιοδήποτε τρόπο- που τα εκμεταλλεύεται κάποιος σεξουαλικά; Όλο και για κάποιο θα έχουμε ακούσει. Πόσες φορές ακούσαμε για κάποιον που κακοποιεί ζώα, ακόμα και ως κτηνοβάτης; Όλο και κάτι θα έχουμε μάθει. Πόσες φορές έτυχε να διαπιστώσουμε την ύπαρξη πορνογραφικού υλικού σε ΗΥ υπαλλήλων; Όλο και κάτι θα έρχεται στο μυαλό μας. Πόσες φορές πήγαμε να το αναφέρουμε ανώνυμα ή επώνυμα στις αρμόδιες υπηρεσίες; Αν πρέπει να απαντήσω εγώ, απαντάω όλες τις φορές. Έχω ακόμα εκείνο το τραύμα του αναπάντητου ερωτήματος που μου άφησε η Μενάνδρου. Γιατί και η Μενάνδρου είχε γείτονες που ήξεραν και έβλεπαν, γιατί και η Μενάνδρου είχε ψυχές και κορμιά που δεν γεννήθηκαν για να βρίσκονται εκεί, γιατί και η Μενάνδρου δέχονταν ‘επισκέπτες΄ που αν κάποιος τους είχε εμποδίσει, θα έσωζε πιθανά κι αυτούς μαζί. Γιατί η ενοχή δεν είναι μια γραμμική σχέση για το θύμα και τον θύτη, είναι ένας δαίδαλος που μπλέκει και τον γείτονα και τον περαστικό και το ταξί που στρίβει εκεί.