Όνομα: Γιάννης Δημητρίου

Ιδιότητα: Γεωλόγος, ερασιτέχνης ερευνητής λαογραφίας

Τόπος διαμονής: Καρπενήσι

Τόπος καταγωγής: Καρπενήσι

Αφορμή της κουβέντας μας με τον κ. Δημητρίου η πολύ ενδιαφέρουσα εισήγηση του για τη σημασία της λαογραφικής έρευνας στην πολιτιστική διαχείριση ενός τόπου, στην Ημερίδα της προηγούμενης Κυριακής στο Συνεδριακό Καρπενησίου…

ΕΠ. Στην εισήγησή σας στην ημερίδα αναφερθήκατε στις απαρχές της λαογραφίας. Ποια είναι η σημασία της λαογραφικής έρευνας στην πολιτιστική διαχείριση ενός τόπου;ΕΠ. Στην εισήγησή σας στην ημερίδα αναφερθήκατε στις απαρχές της λαογραφίας. Ποια είναι η σημασία της λαογραφικής έρευνας στην πολιτιστική διαχείριση ενός τόπου;

ΓΔ. Σας ευχαριστώ πολύ για την ερώτηση, και να τονίσω με την ευκαιρία ότι η απάντησή μου δεν θα φέρει την βαρύτητα του κύρους ενός επιστήμονα λαογράφου, θα φέρει μόνο τον συναισθηματισμό ενός ερασιτέχνη που λατρεύει την παράδοση και εμπιστεύεται τα στοιχεία της λαογραφικής έρευνας. Στα πολιτισμικά στοιχεία ενός τόπου, στα βασικά του ταυτοτικά στοιχεία, περιλαμβάνονται στοιχεία που μελετώνται από την επιστήμη της Λαογραφίας. Μπορεί να μιλάμε για παραδοσιακή αρχιτεκτονική, για παραδοσιακή μαγειρική, για την μουσικοχορευτική του παράδοση κ.α. Ποιοι λόγοι καθιστούν την λαογραφική έρευνα τόσο σημαντικό στοιχείο του πολιτισμού μας, ώστε να την θεωρούμε τόσο χρήσιμη στην πολιτισμική διαχείριση; Σ΄ αυτούς αναφέρθηκα με την παρέμβασή μου στην ημερίδα της ΕΣΔΙΑΠΟΚ που αναφέρεστε:

-για λόγους καθαρά επιστημονικούς, που επιβάλλουν την αναζήτηση του τρόπου ζωής των προγόνων μας, ώστε να φωτίζονται και οι κοινωνικές και οι ιστορικές συνήθειες που τον επέβαλλαν ή που τον εξαφάνισαν. Η δε διάσωση παλαιών συνηθειών, εθίμων και τρόπων ζωής, μπορεί να προσδώσει ανεκτίμητες πληροφορίες και σε άλλες επιστήμες.

-για λόγους κοινωνικούς  (και εθνογραφικούς) που επιβάλλουν στον κόσμο που ζούμε, να αναζητούμε τι είναι αυτά που μας συνδέουν με τις εθνοτικές κοινότητες με τις οποίες απαρτίζουμε κοινότητα αλλά και τι είναι αυτό που μας δίνει την δική μας ταυτότητα, την ιδιαιτερότητά μας, αυτό που μας διακρίνει.

και τέλος για λόγους πρακτικούς, όπως είναι οαυτοέλεγχος και η αυτοέμπνευση. Γνωρίζοντας, αναδεικνύοντας και σεβόμενοι την ιδιαιτερότητα της διασωσμένης ας πούμε αρχιτεκτονικής, μουσικολογικής παράδοσης, παρουσίασης δρωμένων ή δραματικού χαρακτήρα εθίμων, δημιουργούμε μια ταυτότητα με άμεσες πρακτικές απολαβές στην κοινότητα, για παράδειγμα στα πλαίσια της τουριστικής ανάδειξης, της δημογραφικής ανάπτυξης, της ανάπτυξης του εθελοντισμού, της σύσφιγξης των κοινωνικών δεσμών και την λείανσης των κοινωνικών ανισοτήτων . Επί τροχάδην, σκεφτείτε ας πούμε ότι περιοχές που έχουν συστηματικά προβάλει παραδοσιακά στοιχεία του τρόπου ζωής τους, όπως για παράδειγμα η Ικαρία με τα ζωντανά πανηγύρια της ή η Κρήτη με τον αυθεντικό τρόπος χρήσης της μουσικοχορευτικής της παράδοσης στην διασκέδασή της και με την διατήρηση των παραδοσιακών πρωτογενών δομών παραγωγής γεωργίας και κτηνοτροφίας ή η το Μέτσοβο με την αυστηρή τήρηση της παραδοσιακή του αρχιτεκτονικής παραμένουν κοινότητες οικονομικά ζωντανές, κρατάνε τον νέο πληθυσμό ενεργό και αισιόδοξο.

ΕΠ. Ποιος είναι ο ρόλος, κατά την άποψή σας, των ερασιτεχνών λαογράφων σε όλη την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας;ΕΠ. Ποιος είναι ο ρόλος, κατά την άποψή σας, των ερασιτεχνών λαογράφων σε όλη την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας;

ΓΔ. Η Λαογραφία είναι μια επιστήμη, από τις ανθρωπιστικές λεγόμενες, άρα από και για τον άνθρωπο και την κοινωνία, και βρίσκεται μονίμως στη σκιά των άλλων μεγάλων γιγάντων: της Ιστορίας, της Ιστοριογραφίας, της Κοινωνιολογίας, της Εθνογραφίας, της Μουσικολογίας και φυσικά της Φιλολογίας. Ο κατηρτισμένος Λαογράφος πρέπει να έχει σχέση με καθεμιά από τις προαναφερθείσες επιστήμες λίγο ή περισσότερο και να προσέχει πότε παραβιάζει ή αγνοεί τα λεπτά όρια της καθεμιάς. Ο μερικώς ή ατελώς κατηρτισμένος λαογράφος υποπίπτει συχνά σε σφάλματα λόγω υπερβολικής χρήσης των γνώσεων της μιας επιστήμης και την άγνοια πτυχών των άλλων επιστημών. Το μεγαλύτερο λοιπόν πρόβλημα της Λαογραφικής Έρευνας, είμαστε οι ίδιοι οι λαογραφούντες, οι αυτόκλητοι ερασιτέχνες λαογράφοι ερευνητές με τις εμμονές μας, την ημιμάθειά μας σε πολλές περιπτώσεις. Θα μου πείτε, και τι να κάνουμε; Να πάμε να παραδοθούμε στην Αστυνομία αυτοβούλως, επειδή προκαλούμε τόση αναστάτωση στην έρευνα; Νομίζω δεν θα μας αφήσουν οι ίδιοι οι επαγγελματίες ερευνητές λαογράφοι, καθώς μας δείχνουν ανεξήγητη εμπιστοσύνη και εύνοια, στα όρια του σκανδάλου!!Οι πραγματικοί και γνήσιοι λαογράφοι ερευνητές, με τις λαμπρές σπουδές και την απαιτούμενη για την έρευνά τους τεχνογνωσία, είναι ενδεχομένως λίγοι στον αριθμό για να καλύψουν ένα αντικείμενο εκτεταμένο.   Συνεπώς, όπου δεν μπορούν να φτάσουν, χρειάζονται την συνδρομή, το ερευνητικό μάτι, τον ενθουσιασμό, την άδολη αγάπη και το φιλότιμο, τις αρετές δηλαδή που συνήθως που διαθέτουν οι ερασιτέχνες λαογράφοι.

Αυτή άλλωστε ήταν η πρακτική από τις απαρχές της ίδρυσης της επιστήμης της Λαογραφίας: από τη  μια όσο το δυνατό περισσότερη εργασία υπαίθρου προς συλλογή υλικού στη πηγή του, αλλά και αποστολή ερωτηματολογίων ή ερωτήσεων ή απαιτήσεων προς τους δημοδιδασκάλους ή τους το πάλαι “αυτοδιοικητικούς” δηλαδή τους δημάρχους, κοινοτάρχες και γραμματείς των απομακρυσμένων νησιών και χωριών.

ΕΠ. Αν και προέρχεστε από το επιστημονικό περιβάλλον των θετικών σπουδών ως γεωλόγος, ποιο ήταν το έναυσμα για να ασχοληθείτε με την ιστορία και την λαογραφία του τόπου μας;

ΓΔ. Από μικρός εδώ στο Καρπενήσι, μοιραζόμουν μεταξύ δύο μεγάλων ερώτων: τα μαθηματικά από τη μια, την ιστορία από την άλλη. Μετά από έντονη εσωτερική πάλη, αποφάσισα να σπουδάσω Θετικές Επιστήμες και συγκεκριμένα την επιστήμη της Γεωλογίας. Και έφυγα για την Αθήνα. Ωστόσο συνέχισα να μελετάω πολύ την Ιστορία ως δευτερεύουσα μου ενασχόληση. Στην Αθήνα βρέθηκα (τυχαία) να μαθαίνω χορό και  στην συνέχεια να συμμετέχω στην χορευτική ομάδα παραστάσεων του Λυκείου των Ελληνίδων, υπό την καθοδήγηση του Δασκάλου μας Λευτέρη Δρανδάκι, ενός εκ των βασικών και πρωτοπόρων ερευνητών της μουσικοχορευτικής παράδοσης πολλών περιοχών της πατρίδας μας. Στο ΛτΕ επίσης είχαμε την τύχη να έχουμε πρόσβαση για να εκφράσουμε τις απορίες μας στην μέγιστη ενδυματολόγο Ιωάννα Παπαντωνίου και τους συνεργάτες της, τον απίστευτων γνώσεων μουσικολόγο Γιώργο Παπαδάκη, επιστήμονες εθνογράφους όπως οι καθηγητές Λιάβας και Λουντζάκη. Και η χορευτική ομάδα είχε συχνά την τύχη να περνάει από σεμινάρια με όλους αυτούς τους ανθρώπους. Ε δε θες πολύ μετά! Άμα μπεις σε μύλο, θα αλευρωθείς, δε πάει να προσέχεις όσο θες. Και εκεί συνειδητοποίησα ότι όλες οι περιοχές έχουν μελετηθεί περισσότερο ή λιγότερο, ενώ εμείς εδώ στο Καρπενήσι, όταν εγώ ήμουν μικρός τουλάχιστον, νομίζαμε ότι παράδοσή μας είναι τα νησιώτικα του Πάριου. Νόμιζα ότι δεν έχει γίνει τίποτα στον τομέα της ιστορικής ή της λαογραφικής έρευνας του τόπου.

Διαψεύστηκα όμως όταν ανακάλυψα με χαρά ότι στο Καρπενήσι γινόταν ήδη ωραία δουλειά ως προς την λαογραφική και ιστορική έρευνα. Ένας πυρήνας “ερασιτεχνών” ιστοριοδιφών με τεράστια αποθέματα γνώσεων και με κέντρο αναφοράς την δουλειά του πρόσφατα εκλιπόντος Γιάννη Ανάργυρου Μαυρομύτη, έψαχνε, έβρισκε και δημοσίευε λεπτομέρειες για την τοπική μας ιστορία. Ενώ ο πλούτος ανεκμετάλλευτων πληροφοριών που υπάρχει στο τοπικό παράρτημα των Γενικών Αρχείων του Κράτους υπό την επίβλεψη της κ. Παναγιωτοπούλου μπορεί να δώσει υλικό ατέλειωτο.

ΕΠ. Ως ερασιτέχνης ιστοριοδίφης τι θεωρείτε ότι ‘επιστρέψει’ πίσω στο άτομο η ενασχόλησή του με το παρελθόν και τις ρίζες του; 

ΓΔ. Με βεβαιότητα απαντώ, ότι η μελέτη του παρελθόντος, των παραδόσεών μας, η ανεύρεση των ριζών μας, εάν μελετηθούν σωστά και αξιολογηθούν όπως πρέπει (με την επίβλεψη και το κύρος επιστημόνων και όχι ερασιτεχνών), μπορούν να αξιοποιηθούν και να εφαρμοστούν στις σύγχρονες ανάγκες μας. Όπως πρότεινα και στην παρέμβαση μου στην προχθεσινή ημερίδα, αν θέλουμε να μιλήσουμε για οικισμούς παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (για να προσελκύσουμε τουρισμό) θα πρέπει να εισάγουμε στους οικοδομικούς μας κανονισμούς τα στοιχεία εκείνα που κάνουν ένα σπίτι, ένα γεφύρι, ένα δημόσιο κτήριο να φαίνεται παραδοσιακό. Θα πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά μας την μουσικοχορευτική μας παράδοση και να τους δείξουμε πως μπορούμε να αποκτήσουμε κοινωνική συνοχή και να ανεβάσουμε λίγο αυτό που στατιστικώς ονομάζουμε “δείκτη κοινωνικής ευφορίας” μέσω των αισθητικώς προσεγμένων χορών μας και τραγουδιών μας στα πανηγύρια μας και τις διασκεδάσεις μας. Τα παιδιά έχουν ευτυχώς κριτήριο στο να στείλουν στα σκουπίδια της ζήτησης τα “σκυλοδημοτικά”. Για αυτό τα πανηγύρια μας παρακμάζουν από κόσμο, ενώ δείτε λίγο τι συμβαίνει στα αντίστοιχα πανυγήρια της Κρήτης και της Ικαρίας π.χ. Αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε ισχυρή πολιτισμική ταυτότητα  που να μας χαρακτηρίζει  και να μας διαφοροποιεί, θα αναπτυχθούμε οικονομικά, είτε μέσω πρωτογενούς τομέα, είτε μέσω τουρισμού όλων των ειδών, θα δημιουργήσουμε θέσεις εργασίας, θα κάνουμε τους νέους μας να έχουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και οικονομική ανεξαρτησία,, καλύτερο δείκτη ποιότητας ζωής και δημιουργικότητας. Και κυρίως: ο παραδοσιακός τρόπος ζωής έχει ως αυτονόητη την κοινωνική συνοχή και την ανάπτυξη του εθελοντικού πνεύματος, που δεν χρειάζονται ανάλυση για τα οφέλη που παρέχουν στην ποιότητα ζωής μας.

ΕΠ. Είστε ένας από τους διαχειριστές της πολύ δημοφιλούς σελίδας στο facebook ‘Μνήμες Καρπενησίου & φωτογραφίες του χθες’. Που πιστεύετε ότι οφείλεται η μεγάλη αυτή απήχησή της στους Ευρυτάνες όλων των ηλικιών; 

ΓΔ. Η σελίδα αυτή, έμπνευση του παιδικού μου φίλου και γειτονόπουλου, του Γιάννη Αθανασίου στην οποία με έκανε συμμέτοχο και συνεργό, νομίζω ότι πέρυσι όντως προκάλεσε αίσθηση όταν ανέβηκε στο facebook. Δεν ξέρω αν συνεχίζει να είναι δημοφιλής, αλλά θα συμφωνήσω ότι στις πρώτες μέρες που ανέβηκε -και ήταν εν μέσω σκληρού lock down αν θυμάστε- έγινε δημοφιλέστατη με τα μέλη της να αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο, τόση που να δυσκολευόμαστε να το διαχειριστούμε. Η μεγάλη της απήχηση νομίζω οφείλεται στο ότι εκείνες τις σκληρές μέρες της απομόνωσης, ήρθε στην επιφάνεια η πραγματική ανάγκη που υπάρχει σε όλους μας μέσα: η νοσταλγία για τις ημέρες της παιδικής και ανέμελης ζωής μας. Ή η παρηγοριά ότι άνθρωποι (δικοί μας πρόγονοι) που βρέθηκαν σε στιγμές δυσκολότερες ίσως από την δική μας ζωή, ξαναστάθηκαν στα πόδια τους και έχτισαν τις ζωές τους από την αρχή. Κάπως έτσι ίσως παίρναμε θάρρος να περιμένουμε και εμείς να τελειώσει η περιοριστική ζωή του lock down.  Ήταν και αυτό το μοίρασμα φωτογραφιών και εμπειριών, ένα από τα οφέλη της “λαογραφικής έρευνας” που επεστράφη ως ευεργέτημα στον άνθρωπο και στην κοινωνία, για να θυμηθώ και την προηγούμενή μας ερώτηση.

Για θυμηθείτε λίγο, τι ενθουσιασμό προκαλούσαν αναρτήσεις φωτογραφιών με νέους του ’50, παιδιά που είχαν βιώσει σκληρή πείνα, ορφάνια, αρρώστιες και τρόμο λόγω του πολέμου και μετά από δέκα χρόνια, ντυνόντουσαν στην τρίχα, χτενιζόντουσαν με επιμέλεια για να κάνουν την βόλτα τους στους δρόμους του Καρπενησίου, να φλερτάρουν και να δημιουργήσουν τις βάσεις για έρωτες, φιλίες και επαγγελματικές σχέσεις.. Δεν είναι υπερβολή να σας πω ότι μερικές φορές ήθελα να κλάψω από συγκίνηση, και δεν είναι υπερβολή να σας πω ότι μας λέγανε άνθρωποι ότι κλαίγανε από συγκίνηση!!

ΕΠ. Είστε μέλος της ομάδας, που με πρωτοβουλία του Πολιτιστικού Συλλόγου Καρπενησίου, γίνεται η προσπάθεια για την αναβίωση του ‘Πανάρετου’. Θεωρείτε ότι το δρώμενο μπορεί να γίνει για το Καρπενήσι σημείο αναφοράς, όπως για παράδειγμα το έθιμο ‘Γιανίτσαροι και Μπούλες’ της Νάουσας;

ΓΔ. Ναι, ο “Πανάρατος” είναι ένα μεγάλο στοίχημα για όλους μας νομίζω. Ενυπάρχει ως σκέψη και εκκρεμότητα σε πάρα πολλούς Καρπενησιώτες, αλλά είναι τόσο δύσκολο εγχείρημα που όσοι το προσπάθησαν είτε κουράστηκαν και δεν το ξανατόλμησαν, είτε το φοβήθηκαν και δεν το ανέλαβαν καν. Έχει να ανέβει ο Πανάρατος περίπου 20 χρόνια χοντρικά υπολογίζοντας.  Στο μεταξύ έχουν αλλάξει τα πράγματα στο Καρπενήσι μέσα σε αυτά τα χρόνια. Ο πληθυσμός συρρικνώθηκε, οι οικονομικές δυνατότητες περιορίστηκαν, πρόσφατα φτάσαμε να ξαναφοβόμαστε και για ένα πόλεμο δίπλα μας. Συνεπώς πλέον μόνο ένας δρόμος υπάρχει, ώστε να αισθανθούμε δημιουργικοί, ασφαλείς με τους διπλανούς μας, χρήσιμα μέλη ευρύτερων συλλογικοτήτων: η συμμετοχή μας στα κοινωνικά δρώμενα. Και ένα από αυτά είναι η αναβίωση του Πανάρατου. Έχουν προσκληθεί όλοι οι φορείς και οι συλλογικότητες της πόλης μας, από παραγωγικούς και πολιτιστικούς συλλόγους, μέχρι αθλητικούς συλλόγους και υπηρεσίες, σχολεία, σύλλογοι διδασκόντων. Και με όσους δεν έχουμε προλάβει να έρθουμε σε επαφή, θα έρθουμε στο αμέσως επόμενο διάστημα. Η διαπίστωση μια: χρειαζόμαστε επειγόντως αναβίωση της παραδοσιακής μας ταυτότητας. Στην εκδήλωση της 30ης Απριλίου στο Συνεδριακό Κέντρο, καλεσμένη του Πολιτιστικού Συλλόγου και του Δήμου μας, η κ. Πολυμέρου- Καμηλάκη, μια ερευνήτρια με πολλές περγαμηνές και ογκώδες έργο, θα μας αναλύσει  όλες τις πτυχές  του Πανάρατου και στα πλαίσια της ημερίδας, θα γίνει και μια πρώτη παρουσίαση των τρόπων συνεργασίας όλων των φορέων ώστε του χρόνου την Αποκριά, ο Πανάρατος να είναι η κεντρική εκδήλωσή της.

Και ναι, αν το παραδοσιακό μας δρώμενο, τον Πανάρατό μας, τον επιτελέσουμε του χρόνου κανονικά, με την προετοιμασία και την συμμετοχή όλων μας, και καταφέρουμε να προκαλέσουμε το αίσθημα αυτό το πράγμα να ξαναετοιμαστεί για του παραχρόνου, θα έχουμε δημιουργήσει τις προϋποθέσεις η Αποκριά στο Καρπενήσι να είναι σημείο αναφοράς όπως είναι οι Μπούλες της Νάουσας , ένα δρώμενο που τελείται με απόλυτο σεβασμό, με απίθανη αισθητική και κυρίως με πάνδημη συμμετοχή.

ΕΠ. Λαογραφική έρευνα και πρωτογενής παραγωγή τελικά μπορούν να βοηθήσει η μία την άλλη;

ΓΔ. Αν θέλουμε να δημιουργήσουμε ανταγωνιστική τουριστική δυναμική πρέπει να προβάλλουμε όχι μόνο τα τοπικά μας προϊόντα αλλά και τους παραδοσιακούς μας τρόπους μαγειρικής στην εστίαση. Και τόσο τα προϊόντα μας όσο και οι συνταγές μας, καταγράφονται και κατοχυρώνονται μετά από λαογραφική έρευνα. Και δεν σημαίνει ότι παραδοσιακό έδεσμα είναι μόνο ένα αρνί που γυρνάει στη σούβλα σαν ντεκόρ. Όπως έλεγε και η αείμνηστη ερευνήτρια και μαγείρισσά Έυη Βουτσινά, η παράδοση είναι ρηξικέλευθη, δεν είναι συντηρητική. Και άρα δημιουργική. Όσοι το τόλμησαν και ρίσκαραν, βγήκαν κερδισμένοι. Ο κόσμος έχει κριτήριο και προτιμά το γνήσιο, το αγνό προϊόν , είτε από άποψης υλικών είτε από άποψης “λαογραφικής αυθεντικότητας”. Να μην αναφερθώ στα παραδοσιακά γλυκά του βάζου, βάζω στοίχημα ότι το πρώτο μαγαζί που θα προβάλει ΄στο μέλλον ως αυθεντικό τοπικό γλυκό την “καρυδόπαστα” ή την “κίτρινη πάστα” θα βγει κερδισμένος.