4 Αυγούστου 2020 σήμερα και την προσοχή μου τράβηξαν δύο πράγματα πιο πολύ σήμερα στη διαδικτυακή μου περιήγηση. Το πρώτο είναι ότι σαν σήμερα το 1936, γίνεται η Δικτατορία του Μεταξά. Όπως διαβάζω, εν όψει των διεθνών εξελίξεων, ο Ιωάννης Μεταξάς, με αφορμή την πανεργατική απεργία της 5ης Αυγούστου, επεσκέφθη στα ανάκτορα τον Βασιλέα Γεώργιο και ζήτησε την άρση ‘Αρθρων του Συντάγματος. Το αίτημά του έγινε αποδεκτό, με αποτέλεσμα την εγκαθίδρυση του “Καθεστώτος της 4ης Αυγούστου” και με όσα αυτή σήμανε για τη νεότερη ελληνική ιστορία και τον ελληνικό λαό που με το απολυταρχικό καθεστώς προετοιμάστηκε για τον πόλεμο που ακολούθησε, τον εμφύλιο και μετέπειτα τη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Το δεύτερο που βρήκα εξαιρετικά ενδιαφέρον, ήταν η ανάρτηση στο facebook του κ. Νίκου Καράνη για τον Καλογιάννο του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, του συμπατριώτη μας. Πηγή είναι η ιστοσελίδα Κατιούσα και γράφει ο Νίκος Πουρναράς.

Στο ποίημά του «Ο Καλογιάννος» ο Βαλαωρίτης εκφράζεται με συμπόνοια, τρυφερότητα και αγάπη για τους φτωχούς και κατατρεγμένους, ενώ σαρκάζει τους ισχυρούς και εξουσιαστές. Ο ποιητής επιλέγοντας για πρωταγωνιστή της ιστορίας του ένα ταπεινό πουλί, τον καλογιάννο, φωτογραφίζει το λαό αλλά και εικόνες της εκμεταλλευτικής κοινωνίας που ευθύνεται για τις σκληρές δοκιμασίες που ο λαός βιώνει. Το ποίημα γράφτηκε ένα χρόνο, ίσως μήνες, πριν ο Βαλαωρίτης φύγει από τη ζωή και αφιερώθηκε από τον ποιητή στο γιο του Ιωάννη.

«Ο ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟΣ

Μη με ρωτάς πούθ’ έρχομαι, μη με ρωτάς πού τρέχω·
πατρίδα εγώ δεν έχω
παρά του βάτου τ’ άγριο, τ’ αγκαθερό κλαρί·
με δέρνει τ’ ανεμόβροχο, είμαι φτωχό πουλί.
Ο λόγγος το παλάτι μου, και βιο μου είν’ η χαρά·
πετώ, κορνιάζω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.

Λίγη δροσούλα τ’ ουρανού τ’ ακούραστο λαρύγγι
μου το ξεφρύγει, όταν διψώ, και ζω μ’ ένα μυρμήγκι.
Ξυπνώ το γλυκοχάραμα· του ήλιου την αχτίδα
φορώ μαλαμοκέντητη βασιλική χλαμύδα
κι αρχίζω το τραγούδι μου. Στα σύγνεφ’ ανεμίζει
περήφανος σταυραϊτός, τον κόσμο φοβερίζει,
κι εγώ τον βλέπω και γελώ… Δεν του φθονώ την τύχη,
ούτε με σκιάζει τ’ άσπλαχνο, το φοβερό του νύχι,
γιατί δεν καταδέχεται μ’ εμένα να χορτάσει
θεριό που προς τη δόξα του βρίσκει στενήν την πλάση.
Το κράζουν αυτοκράτορα… του φόρεσαν κορόνα,
μας το ’πλασαν δικέφαλο… του γράφουν την εικόνα…
Στη μια τη φούχτα να κρατεί χρυσή τού δίνουν σφαίρα,
στην άλλη του γυμνό σπαθί… κι επήρε ο νους του αγέρα!

Το πρώτο του φθινόπωρου που φαίνεται λουλούδι
είν’ η ξανθή μου η κυκλαμιά. Εγώ με το τραγούδι
την ανακράζω από ψηλά κι εκείνη στη φωνή μου
γοργά προβαίνει ολόχαρη. Πιστόν προξενητή μου
το πρωτοβρόχι δέχεται στο φτωχικό κρεβάτι
και δείχνεται στο φίλο της εντροπαλή, δροσάτη…
Δεν σε ζηλεύω σταυραϊτέ! Του πριναριού μου η μάζα
αξίζει την κορόνα σου και τα χρυσά τσαπράζα.
Δεν ανεβαίνω σαν εσέ και σαν εσέ δεν πέφτω
στην αρπαγή, στο σκοτωμό, κι άλλο ποτέ δεν κλέφτω
παρά με το τραγούδι μου καμιά καρδιά καμένη.
Εσέ σε βάφουν αίματα, εμέ η δροσιά με πλένει.
Ζω με τα φύλλα τα χλωρά, με τ’ άνθη θα πεθάνω,
κι αφήνω χωρίς κλάματα τον κόσμο αυτόν τον πλάνο.

Μια μόνη αγιάτρευτη πληγή έχω βαθιά κρυμμένη
στην άκακή μου την καρδιά, και κάποτε πικραίνει,
διαβάτη, αυτή μου τη χαρά…
Είχ’ αγαπήσει μια φορά
στο πρώτο το ταξίδι μου μια καλογιαννοπούλα,
γκόλφι του λόγγου ατίμητο, και σαν εμέ φτωχούλα.
Σ’ ένα κλαρί παράμερο, μακρά από κάθε μάτι,
εγώ κι εκείνη εστήσαμε το νυφικό κρεβάτι,
και με τραγούδια αδιάκοπα και με τον έρωτά μας
κρυφά κρυφά αναθρέψαμε, διαβάτη, τα παιδιά μας.
Μια νύχτα που την έσφιγγα γλυκά με τα φτερά μου
κι ένιωθα μου λαχτάριζε στη φλογερή αγκαλιά μου,
ακούω που τρέμει το κλαρί και βλέπω έναν αστρίτη
που κοίταζε να καταπιεί το φτωχικό μας σπίτι.
Τα μάτια που μου κάρφωσε στην όψη το θερίο,
η γλώσσα του η διχαλωτή, το χνότο του το κρύο,
διαβάτη, με μαρμάρωσαν… εσβήστηκα… δεν είδα
τη φοβερή μας τη σφαγή… Στην πρώτην την αχτίδα
του ήλιου, που μ’ επύρωσε, ξυπνώ στη γη ριμένο…
Μου λείπαν όλα τα παιδιά… βαρύ, κουλουριασμένο
το σερπετό εκοιμότουνε μες στη φωλιά χορτάτο
κι η μάνα ετοιμοθάνατη, που σπάραζε στο βάτο,
είχε τη σάρκα ολάνοιχτη… Ορμώ, την αγκαλιάζω·
του κάκου σκούζω, δέρνομαι, του κάκου τηνε κράζω…
Κι εκεί που της εμάλαζα τα ξεσχισμένα στήθη,
διαβάτη μου, το αίμα της στην τραχηλιά μου εχύθη.
Κι από τα τότε μὄμεινε μες στην καρδιά η πικράδα
και στο λαιμό παντοτινά γραμμένη η κοκκινάδα…

Αλλά… δε θέλω κλάματα· μακρά από μένα ο πόνος.
Βασιλικό παλάτι μου είναι τ’ αράμνου ο κλώνος
και βιο μου είν’ η χαρά.
Θέλω να ζήσω ξέγνοιαστος οσό ’χω τα φτερά.»

Καλό μήνα να έχουμε…

Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα

Εκδότρια