Όλοι οι άνθρωποι της παλιάς αγροτικής κοινωνίας, από το μικρότερο ως το μεγαλύτερο, ήταν δεινοί τροφοσυλλέκτες. Τρυγούσαν από την άγρια φύση κάθε τι που τρωγόταν. Η πανίδα κι η χλωρίδα αρκετά προσέφερε στο πειναλέοντα στομάχια. Η πανίδα είχε τα θηράματα κι η χλωρίδα τα φρούτα και τα χόρτα.

Μια ειδική μορφή τροφοσυλλογής είχε να κάνει με κάποια υπολείμματα της συγκομιδής, τούτης της κρίσιμης και ευλογημένης φάσης στον ενιαύσιο κύκλο των γεωργικών εργασιών.  

Ο Μωυσής γράφει στο Δευτερονόμιο: “Ἐὰν δὲ ἀμήσῃς (συγκομίσεις) ἀμητὸν (τα προϊόντα) ἐν τῷ ἀγρῷ σου καὶ ἐπιλάθῃ (ξεχάσεις) δράγμα (ένα δεμάτι) ἐν τῷ ἀγρῷ σου, οὐκ ἀναστραφήσῃ (δε θα γυρίσεις) λαβεῖν αὐτό,·τῷ προσηλύτῳ (για τον ξένο) καὶ τῷ ὀρφανῷ καὶ τῇ χήρᾳ ἔσται”. Τα ίδια λέει για το μάζεμα της ελιάς και τον τρύγο. Έτσι εξηγείται γιατί πάντα κάτι βρίσκαμε να φάμε σε τρυγημένα χωράφια, αμπέλια και δέντρα.

Θυμάμαι όταν θέριζα με τη μάνα μου, που ήταν δεινή στο συλλέγειν και το εξοικονομείν, άφηνε πίσω της στάχυα και δεν καταλάβαινα γιατί. Μού έλεγε άστα δεν πειράζει. Μετά έμαθα πως, όταν βρέθηκε κορίτσι στο κάμπο την εποχή του θερισμού, ως σταχομαζώχτρα κατόρθωσε να επιβιώσει.

Βέβαια με θλίψη και οργή θυμάμαι μετά το 1960, κατά έναν περίεργο και μυστηριώδη τρόπο, ενέσκηψε τέτοια ακαρπία της γης, που τα χωράφια δεν έδιναν ούτε το σπόρο. Ακόμα με συνέχει μια ανησυχία γι΄ αυτό το φαινόμενο, που αναζωπυρώνεται κι επιτείνεται βλέποντας να πληθαίνουν οι ανέστιοι κι οι απόκληροι, οι εξαθλιωμένοι κι οι πεινασμένοι, που ψάχνουν και τρώνε από τα σκουπίδια της καταναλωτικής μας κοινωνίας. Δεν ξέρω αν τώρα το Δευτερονόμιο θα νομοθετούσε ν΄ αφήνουν οι άνθρωποι δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ το περίσσευμα του επιούσιου άρτου τους δηλαδή τα δευτεροφαγώσιμα αποφάγια τους για τους λιμοκτονούντες. Και τούτο γιατί άλλο βρώμικα και άκρως επικίνδυνα αποφάγια κι άλλο εγκαταλειμμένα στάχυα στο χωράφι.

Ανέκαθεν κάποιοι λιμοκτονούσαν και πέθαιναν ως τροφοσυλλέκτες σε άγονους τόπους, σε θερισμένα χωράφια και τρυγημένους αμπελώνες, το θάνατο όμως ως τροφοσυλλέκτης των σκουπιδοτενεκέδων από πείνα και βρώμα και δυσωδία, δεν τον θέλει ούτε ο διάβολος!

Το περιλάλητο κράτος Πρόνοιας, πλέον αποκτά υπαρξιακή διάσταση. Δεν θα πρέπει να λειτουργεί στην κατεύθυνση της παροχής «πολυτελών» διευκολύνσεων στους πολίτες αλλά, εκτός των άλλων εξίσου βασικών, όπως υγεία και παιδεία, να δίνει ένα πιάτο φαΐ και μια αστρέχα στους λιμοκτονούντες υπηκόους του. Κι ευλογημένη η ώρα αν το κάνει αυτό θεσμικά και με στοιχειώδη αξιοπρέπεια, μακριά από τα γαμψά νύχια των φιλανθρώπων του είδους και τα άγια χέρια των παπάδων. Τούτο δεν είναι ελεημοσύνη των εχόντων και κατεχόντων, αλλά αναφαίρετο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου, που βρίσκεται σε φάση λιμοκτονίας.

Ας ελπίσουμε ότι η καπιταλιστική βαρβαρότητα, δεν θα μας φτάσει έως ετούτη την εσχατιά της απανθρωπιάς.