Χρονογραφήματα Οι παλιές ήταν εκλογές

2215

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Δεν ήταν τίποτα ετούτες οι εκλογές που ζήσαμε, μπροστά σε άλλες παλαιότερων δεκαετιών.

Που είναι οι κουμπαριές του Χρυσόστομου με τα λεφούσια των βαφτιστηριών να τον πολιορκούν; Που είναι οι διάλογοι: “Καλημέρα νονέ!” “Τίνος είσαι παιδί μου;” “Tου Λιαροκάπη νονέ” “Βρε πως μεγάλωσες! Πάρε μια δεκάρα!”

Που είναι οι θρυλικές κουμπουριές που έληξαν άδοξα με δυο ηχηρές καραπιπεροσφαλιάρες; Που είναι οι άθλοι και οι αθλιότητες του Κόπανου της πολιτικής; Που είναι τα καζάνια με τα μιλιούνα των πειναλεόντων που ένθεν κακείθεν χόρταιναν φασολάδα και μακαρόνια; Που είναι ο εθνικοφρονικός οργασμός των ρουφιάνων, των χωροφυλάκων και των αγροφυλάκων; Που είναι οι στρατιές των ρουσφετοληπτών υποψήφιων δημ. Υπαλλήλων, αναπηροσυνταξιούχων και επιχειρηματιών τρωκτικών του Δημοσίου χρήματος;

Για παράδειγμα τη δεκαετία του ΄80 λεφούσια υποψηφίων αναπήρων κομματάνθρωπων και κομματόσκυλων ακολουθούσαν ως περιπλανώμενοι χειροκροτητές. τον εκλεκτό τους πολιτικάντη έως τις εσχατιές της Ελλάδας. Ήταν αυτοί που έπειτα από τόσο αγώνα εμφάνιζαν μια ανήκεστο βλάβη της υγείας τους και διεκδικούσαν και κατόρθωναν να πάρουν μια ισόβια συνταξούλα κι έτσι κυλούσε η ψευτοζωή. Ήταν η εποχή που ο Δήμος Απενταρίων, όπως… λεγόταν, μετονομάστηκε σε Δήμο Απεραντίων, γιατί όλων οι τσέπες ζεσταίνονταν από κάποιες πεντάρες με τη συνταξούλα που πήραν τρέχοντας μίλια και μίλια στις διάφορες κομματοδρομίες. Πολλές επιδημίες είχαν ενσκήψει εκείνη την περίοδο. Μία ήτανε αυτή της τυφλότητας.

Ο πατέρας μου είχε κάποιο πρόβλημα με τα μάτια του λόγω ενός παιδικού μελιγγίτη (μηνιγγίτιδας). Του είπανε να πάρει σύνταξη. Όμως δεν ήταν κομματοσκυλογαυγιστής και ήθελε να την πάρει με την αξία του! Όταν του είπαν ότι έπρεπε να έχει τις προϋποθέσεις του τυφλού Καστάνη τους είπε αγριεμένος: “Αν είναι να με κάνετε σαν τον Καστάνη και να με σέρνετε με το καναβίδι, να μου λείπει η σύνταξή σας”.

Όμως ο γύφτος ήταν πιο πονηρός. Πάει στο στραβογιατρό και του λέει: “γιατρέ ντεν βλέπει, τέλει σύνταξη”. Τον βλέπει ο γιατρός και του λέει: “κάτσε”. Στέλνει μια χυμώδη νοσοκόμα εξωμπούστια κι εξωμπούτια και του αφήνει δίπλα φωτογραφίες πορνό. Ο γύφτος τις έβλεπε κρυφά και το πράμα του φούσκωσε το παντελόνι. Ξαναπάει ο γιατρός και τον ξαναρώτησε πόσο βλέπει, κι ο γύφτος λέει: “κατόλου τέλει σύνταξη” «κι αυτό τι είναι» του λέει δείχνοντας το γκαστρωμένο παντελόνι του, κι ο γύφτος απαντάει: “Εγκώ ντεν βλέπει αν αυτό βλέπει να το βάλεις για ντουλειά!”

Άλλη φοβερή επιδημία ήταν η κωφότητα.

Ο Α. έμαθε ότι ο Β. πήρε σύνταξη τυφλότητας, οπότε κι αυτός σκέφτηκε να πάρει κωφότητας. Πάει στο γιατρό και λέει: “Δεν ακώ”. Αυτός τον βλέπει και του λέει: “κάτσε”. Στη μία η ώρα έφευγε το λεωφορείο για χωριό του το Μούζντροβο. Φτάνει η ώρα μία παρά τέταρτο και τον Α. τον έζωσαν τα φίδια. Βγαίνει ο γιατρός και λέει σιγά: “Αυτός από το Μούζντροβο;” “εδώ είμαι γιατρέ” λέει ανυπόμονα ο Α. κι ο γιατρός: “τρέξε για να προλάβεις το λεωφορείο”. «Γιατρέ ώρες, ώρες δεν ακούω!» δικαιολογήθηκε ο υποψήφιος συνταξιούχος κι έφυγε.

Την ίδια περίοδο είχαν ενσκήψει κι άλλες σοβαρότερες επιδημίες, πιο αποτελεσματικές για τη λήψη σύνταξης, όπως καρδιοπάθειες, εγκεφαλικά, και διάφορα μυοσκελτικά.

Αυτές οι αναπηρίες, η κάθε μία χωριστά και όλες μαζί, έκαναν την Ελλάδα μας ανάπηρη με ποσοστό αναπηρίας πάνω από 75% και όσο συνταξιοδοτείται από τα δανεικά θα ψευτοζεί.

«Λαὸς πλήρης ἁμαρτιῶν, σπέρμα πονηρόν» που λέει και ο Ησαϊας.