Χρονογραφήματα

1715

Οι οινόφλυγες

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Η παλιά κοινότητα ήταν μια πολύ… ρατσιστική κοινωνία. Οι κάτοικοί της ήταν χωρισμένοι σε ευδιάκριτες κατηγορίες, με ιδιαίτερες κοινωνικές συνέπειες η κάθε μια. Υπήρχαν οι τεμπέληδες και οι εργατικοί, οι έξυπνοι και οι βλάκες, υπήρχαν οι ήρεμοι και οι νευρικοί, οι λιγομίλητοι και οι φλύαροι, δυστυχώς μόνο γκέηδες δεν υπήρχαν, αυτοί τώρα ωριμάζουν και είναι έτοιμοι να κατακλύσουν την Aγορά. Ένα ιδιαίτερο είδος ήταν οι μεθύστακες, οι οινόφλυγες όπως θα τους έλεγε ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων ο Παπαδιαμάντης, ο οποίος κάθε βδομάδα μεταλάμβανε με την μαυροδάφνη της Θείας Ευχαριστίας και κάθε μέρα έπνιγε τις αμαρτίες του εις τον κήλυκα του “ξανθού ρητινίτη”, όπως θάλεγε κι ο ίδιος.

Παρά του ότι το κρασί των ορεινών ήταν κατηγορίας “φουσκοπούτση” (οίνος με βαθμούς επιπέδου μπύρας), “δρόλαπα” (παραδοσιακός οίνος τύπου μέλανος ζωμού) και “ξιδιά” (οίνος πεπαλαιωμένος και μεταστοιχειωμένος σε ελαφρό οξικό οξύ) οι κρικελλιώτες –που τους ξέρω καλύτερα- το χειμώνα τον έβγαζαν πίνοντας στα καφενομάγαζα του χωριού. Βέβαια οι ισχυρότερες κραιπάλες προκαλούνταν από το τσίπουρο και το ούζο, που από το μεσοπόλεμο είχε εισβάλλει στα χωριά μας. Βαρέλια γεμάτα με ποτά “Στεφόπουλου”, νοθευμένα με μεθυλική αλκοόλη, αγνώστου προέλευσης, ξεφορτώνονταν κάθε λίγο στην πλατεία. Ο Α. Καρκαβίτσας, ως γιατρός στην Άμπλιανη, είχε φρίξει από αυτή την κατάσταση και υμνολογούσε τον Φιξ, νομίζοντας ότι η ελαφριά μπύρα θα αντικαταστούσε τα βαριά ποτά.

Οι ιστορίες με τους μεθυσμένους ήταν σε καθημερινή διασκεδαστική χρήση. Ο χώρος που διαδραματίζονταν ήταν ο καφενές και –κυρίως- ο δρόμος. Έλεγαν χαρακτηριστικά…..”εμάς μας ενδιαφέρ΄ το φάρδος του δρόμου κι όχι το μάκρος”, έπρεπε δηλ. να είναι κατάλληλος για τα χαριτωμένα οχτάρια τους και να μη χτυπάνε το κεφάλι τους στους τοίχους. Στο χωριό μου το σύστημα δόμησης ήταν πανταχόθεν ελεύθερο, όμως από το δρόμο χώριζε το νοικοκυριό υψηλός μαντρότοιχος. Το σύστημα εξωτερικά φαινόταν συνεχές. Οχυρωματικού τύπου θα το έλεγα. Έτσι οι πότες σε φάσεις οινοποτικές παραζάλης έλεγαν: “πάμε τοίχο – τοίχο”.

Αν δεν υπήρχαν μαντρότοιχοι στις άκρες του δρόμου καραδοκούσαν τα βάτα. Πολλές φορές την άλλη μέρα οι οινόφλυγες εμφανίζονταν στην πλατεία καταγρατσουνισμένοι και δικαιολογούνταν κατηγορώντας κάποιες αθώες γάτες, που δήθεν τους επιτέθηκαν.

Από την κατηγορία των οινόφλυγων δεν έλειπαν και οι γυναίκες. Βέβαια τούτες ήταν σεμνές και δεν διαπομπεύονταν δημοσίως, όπως οι μεθύστακες.

Παλιά το κρασί λόγω χαμηλών βαθμών κινδύνευε να παγώσει. Ένας γείτονας είχε λάβει όλα τα αντιπαγωτικά μέτρα, αλλά μια κρύα νύχτα πάει να πιάσει κρασί και το βρίσκει παγωμένο και μονολογούσε: “Το φελέκι μου, ντιπ νερό είναι αυτό το κρασί” ώσπου διαπίστωσε ότι η οινοχαρής σύζυγος έπινε κρυφά και απογέμιζε το βαρέλι με νερό.