Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

«Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη

χώσε τα χέρια σου».
Τάσος Λειβαδίτης

2f13f4ace60f2f1962c98a217b0038d8.jpg

«Το παιδί με τη σάλπιγγα», Νικηφόρος Βρεττάκος
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την πας ως την άκρη του κόσμου.
να την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα
αναμμένα για τα Χριστούγγενα – στο τζάκι του Νέγρου
ή του Έλληνα χωρικού. Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά
στα παράθυρα των φυλακισμένων. Εγώ
μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο.
Αν μπορούσες να ακουστείς
θα σου έδινα την ψυχή μου
να την κάνεις τις νύχτες
ορατές νότες, έγχρωμες,
στον αέρα του κόσμου.

Να την κάνεις αγάπη.

«Παραμονή Χριστουγέννων»… Τάσος Λειβαδίτης

(σ’ ένα στρατιωτικό αντίσκηνο στο μέτωπο)

[…] «Είκοσι άνθρωποι κουβαριασμένοι μες σ’ ένα αντίσκηνο

δε μπορείς να σαλέψεις ούτε τη γλώσσα σου

μα είναι πολλά χέρια να μοιράσεις την πίκρα σου

πολλές οι ανάσες να ξεχνάς τη βροχή.

Έχει αρκετή θέση για να πεθάνεις.

Θα ακουμπήσουμε την καρδιά μας σε μια διπλανή καρδιά

όπως το βράδυ ακουμπάνε οι κουβέρτες και τα όνειρά μας.

[…] Η ασετιλίνη που σφυρίζει στη γωνιά

ένα σπασμένο παράθυρο φιμωμένο με σκοτάδι.

Βουίζει μες στις χαραμάδες ο άνεμος.

-Θωμά, πάρε τσιγάρο

και μη σκαλίζεις τα δόντια σου, Θωμά.

Μάταια ψάχνεις για ένα τριματάκι

απ’ το παλιό παιδικό χριστόψωμο.

Βουίζουνε τα φλόγιστρα του πετρελαίου.

Ο Θωμάς σφίγγει στα γόνατά του μια πατάτα

και καθαρίζει ήσυχα ήσυχα.

Το άλλο του χέρι είναι κομμένο.

Κοιτάμε με την άκρη του ματιού το σκοπό που μπαίνει

μ’ ένα φύσημα παγωμένου αέρα. Το σαγόνι του

θα τρέμει πίσω απ’ το χακί κασκόλ.

Σηκώνεις το γιακά της χλαίνης σου. Χιονίζει.

Μια πλάκα φωνογράφου στο Διοικητήριο. Πιο μακριά

η σιωπή. Καλή νύχτα, καλά Χριστούγεννα.

Συλλογιέσαι τα άστρα πίσω απ’ την καταχνιά

σκέφτεσαι πως αύριο μπορεί να σε σκοτώσουν.

Μα απόψε αυτή η φωνή είναι μια τσέπη μάλλινη

χώσε τα χέρια σου.

-Καληνύχτα, Θωμά. Καλά Χριστούγεννα.

Κ’ η καρδιά σου φωτίζεται σαν χριστουγεννιάτικο τζάμι.»

« Ξημέρωναν Χριστούγεννα», Κώστας Κρυστάλλης

Ξημέρωναν Χριστούγεννα. Οι εκκλησιές σημαίνουν,
κουνιούνται τα καμπαναριά, κι οι φωνές που βγαίνουν
απ’ το βαθύ και δίπλα το κάθε καμπάνας στόμα,
μοιάζουν χερουβικούς ψαλμούς, σαν απ’ το ουράνιο δώμα.
Χιλιάδες τα Χριστούγεννα τα τραγουδούν οι άγγελοι,
και κάθε αχτίδα από ψηλά, που κάθε αστέρι στέλλει,
μοιάζει αγγελική ματιά. Θρησκεία! Γλυκιά μάνα,
τι όμορφη δίνεις εσύ λαλιά και στην καμπάνα,
και πόσο εκείνη η λαλιά σαλεύει την καρδιά μας!
Πόσες εκείνος ο σταυρός απ’ τα καμπαναριά μας
στην αντιλιάδα χύνοντας, τόσες χρυσές αχτίδες,
χύνει βαθιά μας στην ψυχή, γλυκές χρυσές ελπίδες!
Κ’ οι δυο εκείνες χαραυγές που οι άγγελοι κατεβαίνουν
μες’ απ’ τον ουρανό ψηλά κι έρχονται και σημαίνουν
Χριστούγεννα κι ανάσταση, ω! τι μυστήριο χύνουν.
Τι χαραυγούλες είναι αυτές, πόση ζωή μας δίνουν!
Λάμπουνε τ’ ασυγνέφιαστατα ουράνια Σα ζαφείρια,
Σαν μάτια π’ αγρυπνήσανε φέγγουν τα παραθύρια.
Χαρούμενες και σιγανές μιλιές σμίγονται γύρα,
και από κάθε θύρα που ανοίγεται,
βγάνουν μορφές γελούμενες, λουσμένες,
γλυκές , καλοντυμένες.
Κρατούν στα χέρια τους κεριά λαμπάδες . Στη ματιά τους
λάμπ’ η χαρά που νιώθουνε βαθιά μες στις καρδιά τους.
Ξημέρωσαν Χριστούγεννα! Θύρες ολούθε ανοίγουν
κι ολούθε τώρα οι Χριστιανοί στις εκκλησιές μας σμίγουν.