Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Ο παραδοσιακός άνθρωπος είχε σοφά και λειτουργικά τακτοποιημένο το χώρο μέσα στον οποίο ζούσε σε μια διττή υπόσταση. Υπήρχε ο καθ΄ αυτό μεταφυσικός ιερός χώρος των εκκλησιών στον οποίον «λειτουργούταν» και ο υπόλοιπος κοσμικός χώρος, ο καθαγιασμένος με τον ιδρώτα του αλλά και τις χαρές του, στον οποίον «λειτουργούσε».
Μια ενδιάμεση κατηγορία ήταν οι κοσμικοί ιεροί χώροι: α) σε προσωπικό επίπεδο, δηλαδή η κατοικία του και κατ΄ επέκταση η λοιπή του ιδιοκτησία (τα χωράφια του, τα κοπάδια του, τα παιδιά του και η… γυναίκα του) και β) σε κοινοτικό επίπεδο, δηλ. οι βρύσες, τα ποτάμια, τα σημαδιακά μεγάλα δέντρα κ.ά.
Έξω από αυτούς του χώρους υπήρχε το χάος με τα δαιμονικά πλάσματα της φαντασίας (τους διαβόλους και τα φαντάσματα, και τις λοιπές δεισιδαιμονίες).
Όλοι αυτοί οι χώροι, νοούμενοι ως σημαινόμενα, είχαν τα δικά τους σημαίνοντα. Για παράδειγμα οι καμπανόκυπροι, «δοξολογούσαν» τους κοσμικούς χώρους των ποιμνίων και οι καμπάνες «εσήμαιναν» τους ιερούς χώρους των εκκλησιών.
Ο καμπανόκυπρος ήταν ο μεγαλύτερος απ΄ όλα τα κύπρια και είχε το πιο επιβλητικό άκουσμα. Το φορούσαν στα γκεσέμια. Αυτά ήταν μεγαλόσωμα τραγιά, που ο τσοπάνος με την εξουσία που είχε πάνω τους τα τσοκάνιζε και στη συνέχεια τα έκανε πειθαρχημένους οδηγούς της γιδοκοπής του. Βέβαια οι κατσίκες, όντας ελεύθερες και απείθαρχες, έγραφαν στα δίχειλα υποδήματά τους το χαντούμικο γκεσέμι. Όμως ο τσοπάνος με τη γιδάγκλιτσα εύκολα τις έπιανε και ο οποίος γινόταν πιο φοβικός από το μεγάλο τσιγκελωτό μουστάκι που έφερε, για να μπορεί εύκολα να τον πιάνει ο κάθε ποταμός κομματαρχίσκος!
Η καμπάνα ήταν κι αυτή ένας πολύ μεγάλος καμπανόκυπρος, που καλούσε τον τσοπάνο στα λατρευτικά του καθήκοντα προς το μεγάλο Ποιμένα, που διαφέντευε αυτόν, το ποίμνιό του και όλο το σύμπαν.
Ο ήχος της ήταν χαραγμένος βαθιά και φωτεινά στην ψυχή του. Κάθε Κυριακή τον ενημέρωνε για την πρόοδο της Θείας Λειτουργίας. Στις κηδείες είχε τον πρώτο λόγο. Στους κινδύνους συνέγειρε τους κατοίκους σε πανστρατιά.
Αυτή μας καλούσε στο σχολείο όταν ερχόταν η ώρα. Ο νεωκόρος -κι ο παππάς- όσες καμπάνες και να είχε το καμπαναριό πάντα μία θα χτυπούσε. Δυο οι και περισσότερες καμπάνες χτύπαγαν σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως στην Ανάσταση κ. ά.
Σήμερα αυτά εξέλειπαν. Ζούμε μια δραματική αποϊεροποίηση των πάντων και οι λειτουργοί του υψίστου βιάζονται να το πιστοποιήσουν, αποϊεροποιώντας και τον ήχο της καμπάνας, η οποία σεμνά και ταπεινά, σηματοδοτεί το λόγο και τη δόξα του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων και δεν παιανίζει την εξουσία και τη ματαιοδοξία των ιερωμένων.
Δυστυχώς -ποιμένες και ποίμνιο- «κανένας δεν καταλαβαίνει τι λέει η Καμπάνα, γιατί ο καθένας ακούει τη δική του σκέψη» όπως μας το λέει ο Βάρναλης στο ομότιτλο ποίημά του.



































