Γράφει ο Γιάννης Δημητρίου, Γεωλόγος- Ερευνητής τοπικής ιστορίας

Στις 7 Νοεμβρίου 1943, οι Γερμανοί στρατιώτες (για τους τότε δεν είχε σημασία αν ήταν SS ή Βέρμαχτ), εισβάλλουν στο Καρπενήσι με σκοπό να συλλάβουν τους Ιταλούς πρώην συγκατακτητές οι οποίοι είχαν τον έλεγχο του Καρπενησίου πριν την συνθηκολόγηση της Ιταλίας και να χτυπήσουν και τις αντάρτικες μονάδες που είχαν αναλάβει τον έλεγχο.

Η πόλη έχει ειδοποιηθεί και εκκενωθεί. Οι κάτοικοι φεύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις παίρνοντας μαζί τους μόνο τα απαραίτητα, αφού έχουν κρύψει ή θάψει ότι θεωρούσαν πολύτιμο.

Κανένας Καρπενησιώτης δεν μπορεί να φανταστεί αυτό που θα ακολουθήσει. Ανατινάζουν περιουσίες, καίνε, καταλεηλατούν. Καίνε και προσπαθούν να ανατινάξουν το νεοτευχθέν περικαλλές κτήριο του Γυμνασίου, ανατινάζουν ξενοδοχεία, καταστρέφουν πάρα πολλά σπίτια και καταληστεύουν καταστήματα. Κατάσχουν τρόφιμα, ζώα, προμήθειες και τα μεταφέρουν στη Λαμία. Ως εδώ όλα αναμενόμενα, έτσι κάνουν οι δυνάμεις κατοχής που εισβάλλουν σε ανοχύρωτη πόλη.

Από εδώ και μετά όμως ξεκινά το ασύλληπτο. Κανένας σεβασμός για τους αμάχους. Καίνε ζωντανούς ανθρώπους που δεν είχαν φύγει μέσα στο σπίτι τους, δολοφονούν βοσκούς και ποιμένες που συναντούν στο δρόμο τους. Δολοφονούν μικρά παιδιά και υπέργηρους που δεν μπορούσαν να φύγουν και ήλπιζαν στο έλεος και στον σεβασμό της ηλικίας τους. Κρέμασαν σε πλατάνι έναν διανοητικά ανάπηρο που δεν είχε καταλάβει τι γινόταν. Δεν σεβάστηκαν ούτε το ράσο του καλόγερου που έσφαξαν στον Προυσό. Τα ίδια κάνουν και στα γύρω χωριά. Και όλα αυτά διαλέγουν να τα κάνουν Νοέμβριο, όταν οι ντόπιοι έχουν συλλέξει ήδη τα γεννήματά τους και τους αφήνουν να αντιμετωπίσουν τον χειμώνα χωρίς το ελάχιστο, ούτε τους καρπούς των κήπων τους, ούτε των χωραφιών τους, ούτε των ζώων τους.

Οι δικοί μου, η προγιαγιά μου και οι τρεις από τις τέσσερεις κόρες της δηλαδή, γύρισαν αφού είχαν διασκορπιστεί σε δύο διαφορετικές κατευθύνσεις και συναντήθηκαν σώες, στέκοντας μπροστά από ένα λεηλατημένο σπίτι. Έπιπλα και οικοσκευή βρίσκονταν σπασμένα ή καμένα στην αυλή, βιβλία, ρούχα και ότιδήποτε για αυτούς δεν είχε αξία, καταστρέφεται σε σωρούς στην αυλή. Οι πατάτες, τα κρεμμύδια, τα άλευρα του κελαριού έχουν φυσικά εξαφανιστεί. Οι κότες του κοτετσιού εξαφανισμένες. Πρώτη ανάγκη να επισκευάσουν το σπίτι, που από τις εκρήξεις και ανατινάξεις του μεγάλου ξενοδοχείου που βρισκόταν στα 50μ. έχει καταστραφεί μερικώς η οροφή και έχουν σπάσει τα τζάμια. Δεύτερη ανάγκη να δουν πως θα ζήσουν.

Η απελπισία κανονικά θα έπρεπε να τις καταβάλλει. Και όμως, ο Θεός είναι μεγάλος. Εμφανίζεται πρώτα πρώτα με τα εργαλεία του, ο πολυμήχανος ξάδερφος ο Λευτέρης, με το κομμένο από γάγγραινα πόδι του, ο οποίος αρχίζει επιτήδεια να κάνει πρόχειρες επισκευές στο σπίτι, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει άλλος που να ξέρει να το κάνει αυτό. Το ίδιο είχαν κάνει τα αδέρφια του, ο Νίκος και ο Σωτήρης, είχαν ξαμολυθεί να βοηθήσουν συγγενείς και γείτονες.

Και μετά από κάμποσες μέρες, εμφανίζεται ο τίμιος και ακέραιος νεαρός βοσκός, ο οποίος τα ξημερώματα τις 7ης Νοεμβρίου του 1943, πριν έρθουν οι Γερμανοί, είχε περάσει το πρωί από τη γειτονιά και είχε πάρει για βοσκή μεταξύ των ζώων των υπολοίπων γειτόνων, και τη μία κατσίκα της οικογένειας, η οποία όμως ήταν έγκυος και η οποία στις μέρες που μεσολάβησαν γέννησε τρία ερίφια, πράγμα σπάνιο. Τα τρία κατσίκια επέζησαν και ο βοσκός τα επέστρεψε μαζί με το τυρί, το γάλα και το βούτυρο που είχε υπολογίσει ότι όφειλε στους ιδιοκτήτες του ζώου για τις μέρες που μεσολάβησαν από την 7η Νοεμβρίου μέχρι τον τοκετό της κατσίκας.

Και έτσι μπόρεσε και βγήκε και ο χειμώνας του 1943-44, με χορταρικά που πρόσφερε η γη, με το γάλα που πρόσφερε η κατσίκα και με ψωμί από βελανίδια που δημιουργούσε η ευρηματικότητα της προγιαγιάς, ελλείψει άλλου είδους αλευριού. Και τα παιδιά συνέχισαν τα μαθήματά τους σε άλλο χώρο και όχι στο ανατιναγμένο σχολείο και ο κόσμος συνέχισε να ερωτεύεται, να παντρεύεται, να κάνει παιδιά, να τα βαφτίζει σε μισογκρεμισμένες ή καμένες εκκλησίες κρατώντας μέσα του μόνο ένα φόβο: μη και ξαναρθούν οι Γερμανοί.

Ένα οικογενειακό κειμήλιο με τις μνήμες του ‘40

Υπάρχουν διάφορα ασήμαντα αντικείμενα που συνδέονται συναισθηματικά με μια επέτειο, με μια σημαντική και σημαδιακή ημερομηνία. Έτσι σαν αναμνηστικό του Έπους του ’40, είχε κρατηθεί και αυτό το ημερολογιάκι τσέπης.

Ένας εμβληματικός προπολεμικός Καρπενησιώτης ο Βασίλης Σερετάκης – Σορσόλης (και προπάππος μου) είχε χαρίσει στη, στη κόρη του Νικάνδρα (και γιαγιά μου), αυτό το ημερολόγιο στις αρχές της χρονιάς του 1940, μαζί με έναν κλασικό κουμπαρά του Ταμιευτηρίου. Τοβέτος 1940 είχε ανακηρυχθεί “έτος αποταμίευσης”.

Στα χρόνια που πέρασαν ο κουμπαράς χάθηκε στις αλλεπάλληλες καταστροφές και λεηλασίες του σπιτιού, το ημερολόγιο όμως σώθηκε καθώς συμβόλιζε κάτι σημαντικό, ίσως το πέρασμα από την μια εποχή στην άλλη ταυτόχρονα με το πέρασμα από την εφηβεία στην ενηλικίωση.

Η 28 Οκτωβρίου πριν 83 χρόνια έπεφτε Δευτέρα και τα Καρπενησιωτάκια που πήγαν στο σχολείο τους εκείνη την ημέρα, διώχτηκαν, μέχρι να δει ο γυμνασιάρχης ποιοι καθηγητές επιστρατεύονται και πως θα γίνουν οι νέες αναθέσεις μαθημάτων. Αυτό που απασχολούσε όμως τους μαθητές και μαθήτριες των σχολείων του Καρπενησίου, ήταν ότι αποχαιρετούσαν για το μέτωπο αδερφούς, πατεράδες και γιους, από τους οποίους άλλοι γύρισαν και άλλοι θυσιάστηκαν στα βουνά της Αλβανίας.