Στις 28 Οκτωβρίου 1940, οι σειρήνες ήχησαν στις 7 το πρωί. Κάποιοι λίγοι γνώριζαν, αλλά οι περισσότεροι δεν το είχαν πληροφορηθεί, αν και πολλοί το περίμεναν από μέρα σε μέρα. «Εις τα κέντρα, εις τον εξώστην, εις την ταράτσαν, εις την αυλόπορταν, μία ήτο –γενική– η εντύπωσις, η βεβαιότης, η κραυγή: Πόλεμος!». Αυτά έγραφε, μεταξύ άλλων η «Καθημερινή» στο φύλλο της 29ης Οκτωβρίου 1940 (βλ. τέλος κειμένου). Η ζωή είχε αλλάξει. Τα σινεμά και τα θέατρα, βεβαίως, λειτουργούσαν. Μπορούσε να διαλέξει κανείς χολιγουντιανές ταινίες στο «Αττικόν», στον «Εσπερο», στο «Παλλάς», στο «Πάνθεον», στο «Ρεξ», ή να πάει σε μια παράσταση, στο «Κοτοπούλη», στο «Αλάμπρα», στο «Αλίκη»… Η πόλη λειτούργησε, συγκοινωνίες, καταστήματα… αλλά με το που έπεφτε το σκοτάδι, «η πόλις πρέπει να πλέη σε βαθύ σκότος». Ολοι γνώριζαν πως τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο πλέον.

Η Ιωάννα Τσάτσου περιγράφει στο έργο της «Ο αδελφός μου Γιώργος Σεφέρης» πώς, χαράματα 28ης Οκτωβρίου, γύρισε ο Γιώργος από το υπουργείο. Εμεναν τότε στην οδό Κυδαθηναίων. Κάτω ο Σεφέρης, πάνω οι Τσάτσοι. «Με κοίταξε βουρκωμένος: “Εχουμε πόλεμο. Μόνο ο Θεός”. Το πρωί ήρθε στην εκκλησιά και στάθηκε πλάι μου σιωπηλός μπρος στην εικόνα του Χριστού.

28 Οκτωβρίου 1940: Όταν το κρατικό ραδιόφωνο μετέδιδε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν (ηχητικό)

28 Οκτωβρίου 1940: Όταν το κρατικό ραδιόφωνο μετέδιδε το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν (ηχητικό)

Ούτε αναμονή ούτε ετοιμασία. Μια μαζεμένη θλίψη, μα πάλι μια ελπίδα». Ο ίδιος ο Σεφέρης, στις «Μέρες», γράφει: «Κοιμήθηκα δυο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: “Εχουμε πόλεμο”. Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι».

Σε έναν άλλον περίγυρο, τον εκδοτικό, τον αστικό, η Ελένη Βλάχου γράφει στα «Στιγμιότυπα»: «Κτύπησε το τηλέφωνο της κάμαράς μου μέσα στη νύκτα. Ηταν ο Βλάχος: “Ντύσου γρήγορα και βγες έξω. Στέλνω αυτοκίνητο να σε πάρει. Εχουμε πόλεμο”. Ηταν λίγο πριν από τις τέσσερις το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1940. Ντύθηκα βιαστικά, βγήκα στο δρόμο και περίμενα. Γύρω εκεί στη σκοτεινιά, Μιμνέρμου και Ρηγίλλης, μια παράξενη σκηνή ξετυλιγότανε μέσα στη νύκτα. Σ’ αυτήν τη γειτονιά κατοικούσαν πολλοί άνθρωποι συνδεδεμένοι με την επικαιρότητα, πολιτικοί, στρατιωτικοί, δημοσιογράφοι, και τα τηλέφωνά τους ήταν τα πρώτα που ξυπνήσανε. Τα άκουγες να κουδουνίζουν τριβελίζοντας επίμονα τη σιωπή, έως ότου κάποιος τα σήκωνε. Και τότε χρύσιζε ένα παράθυρο, και ύστερα το άλλο, όλο το πάτωμα ζωντάνευε, ανάβανε φώτα, ακουγόντουσαν φωνές και πάλι τηλέφωνα, και ήχοι που περνάνε απαρατήρητοι την ημέρα, τυλιγμένοι μέσα στην βοή της πόλης, παίρνανε νέες διαστάσεις. Τρίζανε τα παλιά παντζούρια, ανέβαιναν τα στόρια με ξερό ξύλινο κρότο, ανοίγανε τα παράθυρα, σκιές βγαίνανε στα μπαλκόνια, ανήσυχες φωνές δένανε τον έναν γείτονα με τον άλλον. Πόλεμος! Μέσα σε λίγα λεπτά η ζωή του καθενός είχε αναστατωθεί και κανείς δεν ήξερε τι τον περίμενε όταν θα ξημέρωνε».

28 Οκτωβρίου 1940: Οταν ξημέρωσε το άγνωστο-1

kathimerini.gr