Από το εξαιρετικό βιβλίο του σπουδαίου Ευρυτάνα λογοτέχνη Στέφανου Γρανίτσα (1880-1915) με τίτλο «Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) για να σας παρουσιάσουμε ένα καταπληκτικό –και συνάμα διδακτικό- κείμενο.

Η Πέστροφα είναι το ευμορφότερο και αφθονώτερο ψάρι των Ευρυτανικών ποταμιών. Το όνομά το χρεωστεί εις το κυριώτερον χάρισμα που έχει. Είναι το μόνο ψάρι που ανηφορίζει τα ποτάμια (επιστρέ­φει, πέστρο­­φα). Το πράγμα δεν είναι ολίγον παράξενον. Τα Ευρυτανικά ποτάμια, ιδίως τα των Αγράφων, δεν έχουν μόνον τας αποτομωτέρας κλίσεις, αλλά και συχνούς καταρράκτας μεγάλου ύψους. Πώς λοιπόν αναβαίνει η Πέστροφα; Ιδού η τέχνη της: Άμα φθάση εις τον πούντον (το κάτω μέρος του καταρράκτου), δαγκώνει την ουράν της, κουλουριάζεται και εκσφεν­δονίζεται προς τα επάνω, διατρυπώσα ως βέλος την σούδαν των νερών. Το ψάρευμα της Πέστροφας είναι το προσφιλέστε­ρον Ευρυτανικό κυνήγι. Ο Ασπροπόταμος και τα παραπόταμά του είναι γεμάτα από το ψάρι αυτό, το νοστιμώτερον, όχι μόνον των ψαριών των γλυκών νερών, αλλά και των θαλασσινών. Το κυνήγι της είναι πολύτροπον. Ιδίως την κυνηγούν με δυναμίτιδα και ξυλοφωτιές. Ανάβουν την νύκτα ένα δέμα ξηρές βέρ­γες και με αυτές στο χέρι κατεβαίνουν εις τις όχθες των ποταμών. Οι πέστροφες ζαλίζονται εις το πολύ φως και χοροπηδούν. Τότε βουτούν οι κυνηγοί με τα χαντζάρια στα χέρια και τις σκοτώνουν. Είναι πούν­τοι, από τους οποίους ημπορούν ν’ αποσύρουν δέκα και είκοσι οκάδες πέστροφες.

Αλλά υπάρχει και άλλος τρόπος ψαρέματος της Πέστροφας, καταστρεπτικώτερος και της δυναμίτιδος ακόμη, δυστυχώς δε δυσκολοκαταδίωκτος, ώστε να μη ημπορώ να συστήσω κανέν μέτρον ως αποτελεσματικόν εις τον κ. Μιχαλακόπουλον. Είναι το σπλόισμα. Έστι δε το σπλόισμα πέταγμα εις τα ποτάμια αποστάγματος χλωρών καρυδοφλοιών ή χυμού γαλατσίδας (ενός κιτρίνου δηλητηριώδους λουλουδιού), το οποίον ιδιαιτέρως ονομάζεται και σπλόιμος. Και είναι τόσον δηλητηριώδη και τα δύο αυτά, ώστε αμέσως μετά το ρίψιμον να γεμίζη η επιφάνεια των ποτα­μιών από νεκρές Πέστροφες. Το σπλόισμα είναι εις μεγάλην χρήσιν εις όλα τα Αγραφιοτοχώρια και ασφαλώς εις αυτό οφείλεται η ελάττωσις της Πέστρο­φας κατά τα τελευταία έτη. Μέγα μέρος της πεστροφοκαταστροφής οφείλεται και εις την υλοτομίαν, η οποία τα «σουδιάζει», όπως λέγουν οι χωρικοί, προς την θάλασσαν. Η ξυλεία, η οποία ρίπτεται εις τα ποτάμια διά να μεταφερθή εις το Αιτωλικόν, παρά το οποίον εκβάλλει ο Ασπροπόταμος, τις προγκά κατά κοπάδια προς τας εκβολάς του ποταμού, όπου την θανατώνουν τα αλμυρά νερά. Μεγάλην επίσης καταστροφήν κάνει εις την Πέστροφαν η πλημμύρα, η οποία εσχάτως εις τα βορεινά μέρη της Ευρυτανίας έγινεν ενδημική, ένεκα της μεγάλης υλοτομίας. Την σκοτώνει, την πνίγει, την θάβει υπό την άμμον και τον χαλικιάν. Όση γλυτώνει σύρεται από την θολούραν εις τας όχθας διά να βοσκήση και εκεί, όπως είναι ζαλισμένη, την αναμένει ο δια χαντζάρας θάνατος. Διότι, επαναλαμβάνω, ότι το κυνήγι της Πέστροφας είναι μία τελεία επιστήμη εδώ.

Προχθές εκυνηγούσαμε Πέστροφες εις ένα παραπόταμον του Αχελώου. Ένας τζοπάνος, ο οποίος μας εβοηθούσε μας επληροφόρησεν ότι στη σπηλιά της γεφύρας είναι μία που περνά τις τρεις οκάδες. Επήγαμεν εκεί, όπου ο ειδικός πεστροφοκυνηγός, αφού εξηρεύνησε το έδαφος, εισήλθε διευθυνθείς προς το μέ­ρος, εις το οποίον εκρύβετο η Πέστροφα. Μετ’ ολίγας ερεύνας την ευρήκε και την ερρίζωσεν εις την σχισμάδα ενός βράχου. Απλώνει προς τα εκεί, αλλ’ εκείνη επλατάγιζε τα νερά και εσκεπάζετο, ώστε να χάνη την ακριβή θέσιν της ο κυνηγός, ο οποίος προσεπάθει να βουτήξη τα δάκτυλά του εις τ’ αυτιά της, το μόνον μέρος από το οποίον ειμπορή να την κρατήση, διότι το άλλο σώμα της γλυστρά ωσάν χέλι. Επί τέλους εις μίαν βουτιάν των χεριών του κατώρθωσε να βυθίση τα δάκτυλά του εις τ’ αυτιά της και την ανέσυρεν επάνω σπαρταρίζουσαν, τραντάζουσαν τον νικητήν της, ώστε να νομίζωμεν ότι θα τον αναποδογυρίση. Αλλ’ εκείνος, κινδυνεύων να πέση, την εξεσφενδόνισε προς τον γιαλόν, όπου εσηκοβροντιόνταν επί ώραν, ταράσσουσα τον χαλικιάν ως αλογοποδοβολητό.

Ή αγριάνθρωποι είναι οι πεστροφοκυνηγοί, ή τους έχει κυριεύσει τόσον το πάθος – το οποίον άλλως τε απαντάται εις σχετικόν βαθμόν εις όλους τους κυνη­γούς – ώστε να μη διστάζουν προ καμιάς αγριότητος! Η ατυχής Πέστροφα, διά να διεκπεραιώση τους έ­ρωτάς της, αποσύρεται κατά τον Μάρτιον από την ορμητικήν κοίτην των ποταμών εις τα ρηχά και στά­σιμα παρακλάδια, πρώτον, διότι εκεί δεν κινδυνεύουν να παρασυρθούν και πνιγούν τα ωάριά της και δεύτε­ρον, διότι είναι ζεστασιά, ευνοϊκή, διά τα γόνημά της. Οι πεστροφοκυνηγοί λοιπόν δεν της χαρίζουν την ησυχίαν, ούτε εις την ηδονικήν αυτήν ώραν της ζωής της. Επέρχονται με τα χαντζάρια και τις σκοτώνουν κατά ζεύγη, επάνω εις τις ερωτικές συνεντεύξεις των, αι οποίαι είναι και πολύωροι δυστυχώς. Φαίνεται ότι έχουν το ατύχημα να είναι πολύ ρωμαντικαί, ίσως λόγω των πολλών ευμορφιών των Ευρυτανικών ακροποταμιών.

Πηγή και φωτο: www.eyrytixn.blogspot.com

Τα χαρακτηριστικά της άγριας πέστροφας

    Το είδος της άγριας πέστροφας είναι εκείνο που απαντάται στα περισσότερα ορεινά ποτάμια της πατρίδας μας και είναι συγγενές είδος με την πέστροφα που εκτρέφεται στα ιχθυοτροφεία. Είναι ποικιλόμορφο είδος και υπάρχει εξωτερική διαφοροποίησή της, ανάλογα με την περιοχή στην οποία διαβιώνει.

    Το σώμα της άγριας πέστροφας είναι επίμηκες και καλύπτεται από αρκετή βλέννα. Το μήκος της φτάνει τα 80 εκατοστά και το βάρος, όπως έχει αναφερθεί από μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής, μπορεί να φτάσει τα 7 κιλά. Σήμερα, όμως, που η ποσότητα των νερών είναι μικρότερη, δεν έχει αναφερθεί η ύπαρξη τόσο μεγάλων ψαριών.

    Στις πλευρές της πέστροφας υπάρχουν πορτοκαλί και σκούρες κηλίδες. Στο κεφάλι και στο ραχιαίο πτερύγιο υπάρχουν μόνο σκούρες, ενώ κύριο χαρακτηριστικό του είδους είναι η πορτοκαλί κηλίδα, που βρίσκεται στην άκρη του λιπώδους πτερυγίου.

    Η πέστροφα ζει σε ορεινά ποτάμια που διαθέτουν πετρώδη πυθμένα, άφθονη παρόχθια βλάστηση καθώς ομαλή και ταχεία ροή νερού. Προτιμά περιοχές με κρύα νερά, άφθονο οξυγόνο και είναι ψάρι που υποφέρει από την μόλυνση του νερού. Όταν αντιληφθεί την παρουσία ανθρώπου, καλύπτεται πίσω από τις πέτρες και την παρόχθια βλάστηση.