‘‘Πλύστρες. / Είναι αναρίθμητες, ο αέρας είναι υγρός.

Τι το διασκεδαστικό έχουν οι σαπουνόφουσκες;

Κοιτάχτε: / Η λιπαρή σαρανταποδαρούσα χάνεται!

Ποιος είναι; / Οι κόρες τ’ ουρανού και της αυγής’’.

Ο Μαγιακόφσκι ίσως είναι ο μόνος που θα μπορούσε να γράψει -και να αποθεώσει- μια τέτοια εργασία της γυναίκας, τόσο επαχθή, τόσο καθημερινή και τόσο παραγνωρισμένη.

πλυστραΤο κλασσικό πεδίο δόξης της πλύστρας ήταν η αυλή του σπιτιού της ή η πιο κοντινή βρύση. Ο εξοπλισμός της ήταν μια μεγάλη πλακουδερή πέτρα, “πλύστρα” τη λέγανε κι αυτή, μια σκαφίδα με το σαπούνι κι ένα καζάνι σε δυο γωνολίθια, που ζέσταινε το νερό. Για να πλύνει τα ασπρόρουχα είχε ένα κοφίνι, είχε αλισίβα και κάτεχε μια τεχνογνωσία, που τις επέτρεπε να κάνει τη δουλειά της. Αυτήν την τραγούδησε ο άλλος μεγάλος ποιητής του λαού ο Λόρκα με τους στίχους: “Στην πορτοκαλιά από κάτω πλένει τα μπαμπακερά, πράσινα έχει τα μάτια κι η φωνή της βιολετιά. Αχ! έρωτα…”

Για μεγάλες μπουγάδες, τσόλια, στρώματα κ.λπ. το καταλληλότερο μέρος ήταν το ποτάμι. Ήταν τότε που δεν πήγαινε το νερό στην πλύστρα, αλλά η πλύστρα έπρεπε να πάει στο νερό. Εκεί διάλεγε δυο γωνιόλιθους για πυροστιά κι ένα ποταμολίθι για πλύστρα, έβαζε το καζάνι για ζεστό νερό, στήριζε τη σκάφη της και έπλενε. Τούτο επειδή διαδραματιζόταν στο ποτάμι, με τα νερά να κελαρύζουν και να στροβιλίζουν τον έρωτα και τα πυρωμένα ποταμολίθια να αναφλέγουν τις πυρέσουσες αισθήσεις ήταν ερωτικότερο και ποιητικότερο απάντων. Η πλύστρα ευρισκόμενη μακριά από την σπιτική δεσποτεία, αισθανόταν απελεύθερη και ήταν σχετικά προσβάσιμο ερωτικό προϊόν για τους ερωτιδείς όταν βλέπανε:.

“Κάτω στο ρέμα το βαθύ / (να) πλένει η Ρηνούλα μοναχή.

(και νάναι) δεξιά μεριά η πλύστρα της / κι αριστερά η χωρίστρα της!” Ήταν ο ερωτικός ύμνος της παραποτάμιας πλύστρας.

Όμως το ποτάμιο πλύσιμο ήταν και τόπος για να αποκαλύπτονται και άλλα άπλυτα του καθ΄ ημέραν βίου και για πιο ελεύθερες εκμυστηρεύσεις, σαν κι αυτή του τραγουδιού:

«Βλάχα πλένει στο ποτάμι / κι άλλη βλάχα τη ρωτάει:

Βλάχα μ’ τ’ είσαι λυπημένη / και βαριά βαλαντωμένη;

Τι καλό έχω η κακομοίρα / με τον ξυπολιά που πήρα;

Τα τσαρούχια παν΄ στο φράχτη, / τα ποδάρια μεσ΄ στη στάχτη.

Τόνα βόιδι έχει ζεμένο / τ΄ άλλο στο παχνί δεμένο».

Τα άπλυτα σε μια κοινωνία δεν τελειώνουν, οι πλύστρες όμως μας τέλειωσαν και τη θέση τους πήραν τα πλυντήρια, αλλά κανένα τραγούδι δεν έχει γραφτεί γι΄ αυτά και ούτε θα γραφτεί στον αιώνα τον άπαντα. Μέτρον χρημάτων απάντων άνθρωπος και μέτρον εις την νιοστήν αν πρόκειται για τη διαμόρφωση μιας περιρρέουσας ερωτικής ατμόσφαιρας.