Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Θέλοντας να κάνω μια τιμητική αναφορά στο θέρο, δεν θα μου άρεσε να ξεκινήσω με το χιλιοειπωμένο και πολυφορεμένο: «θέρος–τρύγος-πόλεμος», στο οποίο υπάρχει μια φιλολογική ασάφεια. Πολλοί το εκλαμβάνουν ως: ο θέρος κι ο τρύγος είναι πόλεμος και άλλοι ότι είναι ένα τρίπτυχο, που απαιτείται πανστρατιά, για να βγούμε νικητές. Όμως άκουσα τελευταία ότι κάποιος μικρός είπε στην γιαγιά του: «τρύγος-θέρος-πόλεμος» κι αυτή τον διόρθωσε λέγοντας του: “θέρος-τρύγος-πόλεμος, γιατί και τα τρία δεν παίρνουν αναβολές και δεν δικαιολογείται να λείπει κανείς, πρώτα στο θέρο και μετά στον τρύγο, για το τρίτο δε θέλω να πω ούτε τ΄ όνομά του”.

Σήμερα βέβαια όλα αυτά εκφυλίστηκαν και θα τολμούσα το νεολογισμό μου: «έρως-πόλεμος» …πάντων πατήρ, που θα ‘λεγε ο μέγας Ηράκλειτος.

Πάντως και παλιότερα ο έρως και ο θέρος κάπου διασταυρώνονταν. Ο θέρος ήταν η μόνη εργασία που σήκωνε τραγούδι κι όταν μέσα στη δρόσο του πρωινού ή στις κάψες του μεσημεριού ή στη μαγεία του δειλινού, θερίζανε μαζί τεστοστερόνη και οιστρογόνα εν περισσεία, αναμενόμενο ήταν να δένονταν γόρδιοι δεσμοί πραγματικών Ερώτων.

Στη ελληνόφωνη Κάτω Ιταλία τραγουδούσαν:

«Ήθελα να ξέρω που θερίζεις

να σου στείλω ένα όμορφο μαντήλι

να σφουγγίζεις τον ιδρώτα σου

και κάθε σταγόνα νάχει ένα τραγούδι».

Για το θέρο κηρυσσόταν πανστρατιά, κανένας δεν έλειπε, ούτε καν οι απολύτως δικαιολογημένοι. Παλιότερα είχα ακούσει ένα μισό τραγούδι για το θέρο, τώρα το βρήκα ολόκληρο και το παραθέτω, γιατί πολύ μου άρεσε:

«Παπαδοπούλα θέριζε σ΄ ένα δασύ σιτάρι,

έργο τον έργο θέριζε, έργο δεμάτια δένει

και στο δεμάτι ακούμπησε και το παιδί εγεννήθη

και στη ποδιά της τόβαλε και πάει να το πετάξει.

Μια περδικούλα αγνάντευε μεσ΄ από τη φωλιά της:

-Μωρ΄ που τον πας τον βασιλιά, μωρ΄ που τον πας τον ρήγα,

πο΄ γώ’ χω δεκαοχτώ πουλιά, κανένα δεν αρνιέμαι

κι αν πέσει αητός και πάρει δυο, θα χάσω τη λαλιά μου

και θάβρω μαύρη καψαλιά να βάψω τα φτερά μου».

(έργος ήταν η λωρίδα του σπαρτού, που θέριζε ο καθένας).

Ο συνήθης καταμερισμός της θεριστικής εργασίας ήταν το θέρισμα για τις γυναίκες και το δέσιμο με το κουβάλημα για τους άντρες και το περίσσιο χρόνο θέριζαν.

Όσα θερισμένα στάχυα χώραγαν στο χέρι ήταν μια «χεριά» που απιθωνόταν στη θερισμένη καλαμιά. Γύρω στις 5 χεριές έφτιαχναν ένα “χερόβολο” και 6-7 χερόβολα, προκειμένου για στάρι, έφτιαχναν ένα δεμάτι. Τα δεμάτια έπρεπε να είναι καλοφτιαγμένα και όχι με τα στάχυα σαν του παλαβού τα μαλλιά, όπως έλεγαν, γιατί τούτο διευκόλυνε στο φόρτωμα και δεν υπήρχαν και απώλειες. Όμως για να γίνει ένα καλό δεμάτι χρειάζονταν καλά χερόβολα, γι΄ αυτό και η παροιμία: «και σύ κακό χερόβολο και γω κακό δεμάτι».

Ο θέρος είναι πρώτος, είπε η γιαγιά.

«Χορός πυρρίχιος δαιμόνων

βήμα εκατό πήχες

μπόι δέκα καμπαναριά….

κι ας έρθει τώρα ο πορθητής

ο μαύρος καβαλάρης

ο αρχιθεριστής

μα και όποτε θέλει»

γράφει ο φίλος μου -και ποιητής- Σταύρος Τραγάρας, στο ποίημά του «Ο θεριστής ο Κώστας».