Χρονογραφήματα

1473

Ο γουρουνοσφαγέας
Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Πολλές θεωρίες έχουν αναπτύξει οι διάφοροι από καθέδρας ειδικοί για το πώς αναπτύσσεται στο παιδί η εγκληματικότητα ή οι διάφορες φοβίες. Όλοι συμφωνούν ότι οι αρνητικές και οι τραυματικές εμπειρίες είναι η υπ΄ αριθμόν μία αιτία. Αν ίσχυε κάτι τέτοιο οι παλιές προβιομηχανικές κοινωνίες έπρεπε να ήταν άντρα κακούργων. Η πραγματικότητα όμως πόρω απείχε από κάτι τέτοιο.
Τα Χριστούγεννα από τη μια ο νεογέννητος Θεός έφερνε επί γης Ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία κι από την όλη η κοινότητα απέπνεε μια ατμόσφαιρα νύχτας του Αγίου Βαρθολομαίου. Τα δαιμονισμένα ουρλιαχτά από τα σφαζόμενα γουρούνια προκαλούσαν ανείπωτη φρίκη στους εισαγόμενους του αστικού χώρου και ανεκλάλητη χαρά στους επιχώριους, εν τη αναμονή της γαστριμαργικής ευωχίας που τούτο προοιώνιζε. “Η χαρά του ενού χάρος τ΄ αλλουνού” που λέει κι ο ποιητής.
Κάποια Χριστούγεννα της δεκαετίας του ΄60 δυο χεροδύναμοι άντρες κι ένα λιανόπαιδο αποφάσισαν να σφάξουν ένα μεγάλο γουρούνι. Ο πιο χεροδύναμος έπιασε τα μπροστινά πόδια του γουρουνιού και πάτησε στο στήθος του, το λιανόπαιδο κράτησε τα πίσω πόδια και ο άλλος ο χεροδύναμος άρχισε να σφάζει. Το γουρούνι νύχιασε το πίσω πόδι του (οι γουρουνοσφαγείς καταλαβαίνουν τι σημαίνει τούτο) ανέτρεψε τον άντρα και μισοσφαγμένο, ουρλιάζοντας δαιμονισμένα, πήρε τα σοκάκια. Πίσω του έτρεχαν αλλόφρονες οι σφαγείς του. Εικόνες Αποκάλυψης. Αναστατώθηκε όλος ο μαχαλάς, ώσπου τη λύση την έδωσε κάποιος με τις δραμιάρες, που είχε στο δίκαννο.
Την άλλη χρονιά πάλι η ίδια σύνθεση, μόνο που το λιανόπαιδο πήρε το χατζάρι και την εντολή από τους μεγάλους: “εσύ κόβε με την ησυχία σου, το γουρούνι δεν πρόκειται να φύγει”. Αυτό άρεσε πολύ στο λιανόπαιδο και την ίδια μέρα έκοψε άλλους τρεις γουρουνολαιμούς, και όταν μεγάλωσε ούτε δολοφόνος με το χατζάρι έγινε, ούτε κι αλαφροΐσκιωτος. Κάποιοι άλλοι σκαρφίστηκαν να αναισθητοποιήσουν το γουρούνι. Ο πιο χεροδύναμος και ευθύβολος πήρε ένα σουρλαίικο ματσούκι και χτύπησε κατακέφαλα το γουρούνι, αλλά αυτό όχι μόνο δε ζαλίστηκε, παρά έκοψε το σχοινί και έφυγε εξαγριωμένο στα λασποσόκακα του χωριού. Και πάλι τη λύση έδωσαν τα δίκαννα, μόνο που είχαν ψιλότερα σκάγια και πήγαιναν οι πυροβολισμοί σύννεφο και το γουρούνι έγινε σουρωτήρι μέχρι να ξεψυχήσει.
Αφού τελείωνε ο μακελλάρης η νοικοκυρά του σπιτιού έφερνε το λιβανιστήρι και το λιβάνιζε κι ένα λεμόνι που έβαζε στο στόμα του κομμένου γουρουνοκέφαλου, κάτι σαν τον νεκρικό οβολό των αρχαίων.
Μετά την αναγκαία τσιπουροποσία και το αλληλοευχολόγημα, αναλάμβαναν υπηρεσία οι εκδορείς και οι τεμαχιστές. Έβγαζαν το ψαρονέφι και το έδιναν στη νοικοκυρά να το ψήσει και τη φούσκα στα λιανόπαιδα για να πάνε να παίξουν παραπέρα.
Η υπόθεση όταν έληγε εστέφετο γαστριμαργικώς με το σουφλιμά του ψαρονεφιού και τα λοιπά συμπαρομαρτούντα, τερψιλαρυγγίως με κόκκινο μπρούσκο κρασί και ψυχοφελώς με κάποια κλέφτικα και τραγούδια της τάβλας.