«Εμπρός Ε.Λ.Α.Σ. για την Ελλάδα, το δίκιο και τη λευτεριά»
80 χρόνια από την ίδρυση του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού
*Της Βασιλικής Λάζου, διδάσκουσας στο Τμήμα Πολίτικών Επιστημών ΑΠΘ
Πριν από 80 χρόνια στις 16 Φεβρουαρίου 1942 κυκλοφόρησε ευρέως στην Αθήνα και την επαρχία η ιδρυτική διακήρυξη του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού – ΕΛΑΣ. Ο αντάρτικος στρατός μέσα στα δυόμιση χρόνια δράσης του κατόρθωσε να συσπειρώσει χιλιάδες πατριώτες στις γραμμές του, να δώσει εκατοντάδες μάχες ενάντια στους κατακτητές και να πραγματοποιήσει δεκάδες μικρά και μεγάλα σαμποτάζ γράφοντας απαράμιλλες σελίδες ηρωισμού και αυτοθυσίας στον αγώνα ενάντια στο φασισμό και το ναζισμό. Επιστέγασμα της δράσης του ήταν η απελευθέρωση εκτεταμένων περιοχών και η δημιουργία της Ελεύθερης Ελλάδας με τις δικές της δομές λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης.
Η ίδρυση του ΕΛΑΣ δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Σημείο συνάντησης της θέλησης του ελληνικού λαού να αντισταθεί και της πρωτοβουλίας του ΚΚΕ ο οργανωμένος ένοπλος αγώνας τέθηκε στην ημερήσια διάταξη από την πρώτη στιγμή της υποδούλωσης της χώρας στις δυνάμεις του Άξονα. Ήδη από το καλοκαίρι του 1941 συγκροτήθηκαν ένοπλες αντιστασιακές οργανώσεις και αντάρτικα τμήματα βγήκαν στα βουνά σε διάφορα μέρη της κατεχόμενης Ελλάδας. Η καθυστέρηση στην ανάληψη της τελικής πρωτοβουλίας σε κεντρικό επίπεδο οφειλόταν ότι για την ένοπλη δράση θα έπρεπε να υπάρχει οργανωμένη μαζική βάση ώστε να αντιμετωπίζονται τα αντίποινα του κατακτητή. Οι πρώτες εξεγέρσεις στη Δράμα και στη Νιγρίτα είχαν πνιγεί στο αίμα και είχαν οδηγήσει στη διάλυση των οργανώσεων και στην αγανάκτηση των τοπικών πληθυσμών. Έπρεπε λοιπόν να προετοιμαστεί κατάλληλα το έδαφος και να πειστεί ο λαός των περιοχών στις οποίες θα αναπτυσσόταν το αντάρτικο για την αναγκαιότητα και τα οφέλη της Αντίστασης. Γιατί, όπως έδειξε η ιστορική εμπειρία, κανένας λαϊκός στρατός δεν μπορεί να σταθεί χωρίς τη στήριξη του τοπικού πληθυσμού που είναι ο ζωοδότης και αιμοδότης του.
Η ίδρυση του ΕΑΜ στις 27 Σεπτεμβρίου 1941 επιτάχυνε τις διαδικασίες. Το έδαφος για την προετοιμασία του ένοπλου αγώνα στη Ρούμελη ανέλαβε να διερευνήσει ο Θανάσης Κλάρας, ο κατοπινός Άρης Βελουχιώτης. Το Νοέμβριο 1941 ο μελλοντικός πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ στάλθηκε στη Ρούμελη με τη συνδρομή του Ανδρέα Τζήμα, μέλους της στρατιωτικής επιτροπής του ΚΚΕ για τη συγκρότηση του ένοπλου αγώνα. Ένα μήνα αργότερα ο Κλάρας επέστρεψε στην Αθήνα καταθέτοντας θετική εισήγηση για τις δυνατότητες του αντάρτικου. Πράγματι, στις αρχές Γενάρη 1942 η 8η ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του ΚΚΕ σημείωνε την πρωτεύουσα σημασία του ανταρτοπόλεμου για την απελευθέρωση της χώρας από τον ξενικό ζυγό. Στην ιδρυτική σύσκεψη του ΕΛΑΣ ένα μήνα αργότερα συζητήθηκε και εγκρίθηκε η διακήρυξη και το όνομα της νέας στρατιωτικής οργάνωσης. Στις 16 Φλεβάρη κυκλοφόρησε το κάλεσμα προς κάθε Έλληνα πατριώτη να πλαισιώσει το νέο Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό. Σκοποί του αγώνα η απελευθέρωση της χώρας, η περιφρούρηση των κατακτήσεων του λαού και των ελευθεριών του εναντίον κάθε επιβουλής καθώς και η εξασφάλιση της τάξης μέχρι τη διεξαγωγή εκλογών, στις οποίες ο λαός να εκφράσει ελεύθερα τη θέλησή του.
Οι εξελίξεις δικαίωσαν την πρωτοβουλία για την ίδρυση του ΕΛΑΣ. Στις 22 Μαίου 1942 από την καλύβα Στεφανή στη Δυτική Φθιώτιδα μια μικρή ομάδα με επικεφαλής τον Κλάρα-Βελουχιώτη ξεκινούσε την πορεία της προς το βουνό και την αιωνιότητα. Λίγες μέρες αργότερα με την τελετουργική είσοδο στη Δομνίστα Ευρυτανίας και στη συνέχεια σε άλλα χωριά της περιοχής δόθηκε το έναυσμα για τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα στη Ρούμελη και σε ολόκληρη τη χώρα.
Μέχρι το φθινόπωρο 1942 η δράση του ΕΛΑΣ ήταν περιορισμένη λόγω της μικρής του δύναμης και της πυκνότητας της εχθρικής κατοχής. Πρώτη φροντίδα του αντάρτικου στρατού ήταν το ξεκαθάρισμα της υπαίθρου από συνεργάτες των κατακτητών, αλλά και από ληστές, ζωοκλέφτες και άλλους πλιατσικολόγους. Έτσι ανάσανε η ύπαιθρος και επεκτάθηκε το αντάρτικο κίνημα. Η πρώτη μάχη εναντίον των Ιταλών στη Ρικά της Γκιώνας τον Ιούλιο 1942 έδωσε το στίγμα για την εποποιία που θα ακολουθούσε. Η μαζική συμμετοχή του ΕΛΑΣ στις 25 Νοεμβρίου 1942 στην ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοπόταμου, μια από τις σημαντικότερες ενέργειες δολιοφθοράς στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ανύψωσε το ηθικό του χειμαζόμενου λαού και πύκνωσε τις γραμμές του αντάρτικου.
Έξι μήνες αργότερα, στις 2 Μαϊου 1943 ιδρύθηκε το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ με τριμελή διοίκηση από τους Στέφανο Σαράφη, Άρη Βελουχιώτη και Ανδρέα Τζήμα (Σαμαρινιώτη). Ο λαϊκός στρατός διαρθρώθηκε σε τακτικό στρατό (μεραρχίες, ταξιαρχίες, σχολή εφέδρων αξιωματικών, υγειονομική υπηρεσία και επιμελητεία). Στη Στερεά συγκροτήθηκε η 13η Μεραρχία με συντάγματα το 34ο Αττικοβοιωτίας, το 36ο Λοκρίδας – Παρνασσίδας, το 2/39ο Ευζώνων Δυτικής Στερεάς και το 5/42ο Ευζώνων Φθιώτιδας.
Χιλιάδες πατριώτες, ανάμεσά τους χιλιάδες νέοι μέσα από τις τάξεις της ΕΠΟΝ πλαισίωσαν τα αντάρτικα τμήματα και πάλεψαν με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της χώρας αλλά και για μια καλύτερη ζωή. Για μια κοινωνία ισότητας και δημοκρατίας, στην οποία ο λαός θα ήταν αφέντης στον τόπο του. Τις ημέρες της Απελευθέρωσης η συνολική δύναμη του τακτικού ΕΛΑΣ έφτασε τους 80.000 μαχητές σε ολόκληρη την Ελλάδα, ενώ ο εφεδρικός ΕΛΑΣ διέθετε περίπου 30.000 μαχητές
Σήμερα, 80 χρόνια μετά, το παράδειγμα του ΕΛΑΣ και της δράσης του για την εθνική αλλά και κοινωνική απελευθέρωση εξακολουθεί να μας δίνει δύναμη και έμπνευση για τους αγώνες της δικής μας γενιάς. Αγώνες που μπορεί να μην είναι ένοπλοι αλλά οφείλουν να είναι εξίσου δυναμικοί και αποφασιστικοί.