Τα ‘’πρωτάκια’’ …κάποτε και τώρα

442
boubouris sinaksari1 (3)

Μιας και πριν από λίγες μέρες άνοιξαν τα σχολεία…

Τους μαθητές της Α’ Δημοτικού κάθε Σεπτέμβρη που ανοίγουν τα σχολεία λέμε ‘’πρωτάκια’’. Η συγκεκριμένη χρονική περίοδος είναι η μεταβίβαση της ζωής του παιδιού από την οικογένεια στην ευρύτερη σχολική κοινότητα, είναι το πέρασμα από την δεδομένη κατάσταση σε μια νέα άγνωστη συνθήκη που σηματοδοτεί μια αλλαγή τόσο στη ζωή του παιδιού, όσο και στο ρόλο των γονιών. Η προσαρμογή στο σχολικό κλίμα δεν είναι κάτι που γίνεται αυτόματα με την έναρξη της νέας χρονιάς. Όπως κάθε παιδί έχει τον δικό του χρόνο ανάπτυξης, έτσι χρειάζεται και τον ανάλογο χρόνο προσαρμογής στο ρυθμό των νέων δεδομένων.

Τα πράγματα βέβαια διαχρονικά αλλάζουν, αλλάζουν τα ήθη, οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες για τα ‘’πρωτάκια’’ του κάθε Σεπτέμβρη. Η νοσταλγία, η λαχτάρα, η παιδική ψυχολογία κι αναζήτηση πιστεύω όμως είναι διαχρονικά πάντα η ίδια. Ναι έτσι ακριβώς και για εμάς τα ‘’δασκαλούδια’’, όπως έλεγαν τους μαθητές Δημοτικού της γενιάς μου. Έγραφε …παλιότερα ο Νίκος Καζαντζάκης (από το βιβλίο του Αναφορά στο Γκρέκο)

«…Στην Τρίτη τάξη είχαμε δάσκαλο τον Περίανδρο Κρασάκη. Αυτός είχε την μανία με την καθαριότητα. Κάθε μέρα επιθεωρούσε τα χέρια μας, τα αυτιά μας, τη μύτη, τα δόντια, τα νύχια. Δεν έδερνε, δεν παρακαλούσε μα έλεγε : -Ζώα, αν δεν πλένεστε κάθε μέρα με σαπούνι, δε θα γίνετε ποτέ σας άνθρωποι.

Τι θα πει μαθές άνθρωπος; Αυτός που πλένεται με σαπούνι. Το μυαλό δεν φτάνει, κακομοίρηδες, χρειάζεται και σαπούνι. Πως θα παρουσιαστείτε στο θεό με τέτοια χέρια;

Ώρες μας έπαιρνε τ’ αυτιά ποια φωνήεντα είναι μακριά, ποια βραχέα και τι τόνο να βάλουμε, οξεία ή περισπωμένη. Κι εμείς ακούγαμε τις φωνές στο δρόμο, τους μανάβηδες, τους κουλουρτζήδες, τα γαϊδουράκια που γκάριζαν και τις γειτόνισσες που γελούσαν και περιμέναμε πότε να χτυπήσει το κουδούνι, να γλυτώσουμε. Κοιτάζαμε το δάσκαλο να ιδρώνει απάνω στην έδρα, να λέει, να ξαναλέει και να θέλει να μας καρφώσει στο μυαλό μας τη γραμματική, μα ο νους μας ήταν έξω στον ήλιο και στον πετροπόλεμο…

Μια μέρα ήταν άνοιξη, χαρά θεού, τα παράθυρα ήταν ανοιχτά κι έμπαινε η μυρωδιά από μιαν ανθισμένη μανταρινιά στο αντικρινό σπίτι. Το μυαλό μας είχε γίνει κι αυτό ανθισμένη μανταρινιά και δεν μπορούσαμε πια ν’ ακούμε τις οξείες και τις περισπωμένες. Και ένα πουλί είχε καθίσει στο πλατάνι της αυλής του σκολειού και κελαηδούσε. Τότε πια ένας μαθητής, χλωμός, κοκκινομάλλης, που ‘χε έρθει εφέτο από το χωριό, Νικολιό τον έλεγαν, δε βάσταξε, σήκωσε το δάχτυλο: -Σώπα, δάσκαλε, φώναξε. Σώπα, δάσκαλε, ν’ ακούσουμε το πουλί! …»

Δάσκαλοι και δάσκαλοι από όσο θυμάμαι πέρασαν από τα σχολεία των Αγράφων, δεκαετίας ’70 (που είχα την τύχη να αλλάξω τρία) προσηνείς, καλοί παιδαγωγοί οι περισσότεροι. Αξέχαστοι έχουν μείνει και μερικοί τραχείς, ακοινώνητοι δάσκαλοι, παρά το ότι θεωρούνταν γραμματιζούμενοι από τους χωρικούς. Να ΄ναι όλοι τους καλά όπου κι αν βρίσκονται!