
Γράφει ο Ανδρέας Παπαδόπουλος, Καθηγητής
Διευθυντής Εργαστηρίου Δενδροχρονολογίας
Πρόεδρος Τμήματος Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος

Όλο και πιο έντονες είναι οι εικόνες από τις ελατοσκέπαστες πλαγές της Ευρυτανίας με τα διάσπαρτα ξεραμένα έλατα. Ο Καθ. Δασολογίας Ανδρέας Παπαδόπουλος αναλύει τα αίτια του φαινομένου.
Η νέκρωση των ελατοδασών είναι ένα φαινόμενο που καταγράφεται, από τον 19ο αιώνα, αρχικά στην Κεντρική Ευρώπη και στη συνέχεια στην Αμερική, σε διάφορα είδη ελάτης. Στην χώρα μας οι πρώτες καταγραφές του προβλήματος αυτού έγιναν στα μέσα του 20ου αιώνα στην κεφαλληνιακή και υβριδογενή ελάτη, αρχικά τοπικά σε διάφορες περιοχές της χώρας και τις τελευταίες δεκαετίες σε όλη την Ελλάδα. Η νέκρωση εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό υπό μορφή μεμονωμένων ατόμων και σε μικρότερο ποσοστό σε ομάδες δένδρων (τελευταία όλο και πιο συχνά), κάποιες χρονιές με ιδιαίτερη ένταση, όπως είναι και η φετινή χρονιά. Στην Ευρυτανία καταγράφηκε ως φαινόμενο την περίοδο 2003-2004, όμως αναφέρονται νεκρώσεις ελάτης στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος από τις Δασικές Υπηρεσίες ήδη από το έτος 1977 και 1989. Πιθανώς το φαινόμενο να υπήρχε από παλαιότερα αλλά να μην είχε αξιολογηθεί λόγω της μη έντονης παρουσίας του. Τα τελευταία χρόνια η νέκρωση της ελάτης εμφανίζεται σχεδόν κάθε χρόνο, κάποιες χρονιές με ιδιαίτερη ένταση και σε μεγάλη έκταση, προκαλώντας την ανησυχία φορέων και πολιτών για το μέλλον των δασών αυτών.

Νέκρωση ελάτης σε ομάδες στην περιοχή της Ευρυτανίας το έτος 2025.
‘‘Τα τελευταία χρόνια η νέκρωση της ελάτης εμφανίζεται σχεδόν κάθε χρόνο, προκαλώντας την ανησυχία φορέων και πολιτών για το μέλλον των δασών αυτών’’

Νεκρώσεις ελάτης κατά άτομο το έτος 2021.
Το φαινόμενο συμβαίνει γρήγορα χωρίς προηγούμενα συμπτώματα εκτός από την εκροή λίγης ρητίνης από τον κορμό του δέντρου, η οποία ακολουθείται από έναν αποχρωματισμό των άκρων των κλαδιών – στην αρχή παίρνουν ένα κοκκινωπό χρώμα και στη συνέχεια ολόκληρο το δέντρο γίνεται κόκκινο-καφέ και έχει ολοκληρωτικά ξεραθεί. Η ξήρανση του δένδρου ξεκινά από την κορυφή και επεκτείνεται στη συνέχεια προς τη βάση με γρήγορο ρυθμό, που εξελίσσεται συνήθως από την άνοιξη έως το φθινόπωρο του ιδίου έτους. Το φαινόμενο της εξασθένησης και στη συνέχεια νέκρωσης των δένδρων ελάτης αποδίδεται σε συνδυασμό βιοτικών (έντομα, μύκητες, παράσιτα κ.α.) και αβιοτικών παραγόντων (κλίμα, έδαφος, νερό, τοπογραφία).

Έναρξη της νέκρωση της κόμης δένδρου ελάτης την άνοιξη του 2021.
Γενικότερα, στη νέκρωση της ελάτης όπως και άλλων δένδρων μπορούν να οδηγήσουν διάφοροι παράγοντες όπως η έλλειψη νερού, η ρύπανση, παρασιτικά φυτά όπως ο ιξός, προσβολές από έντομα και μύκητες, τροφοπενίες, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δένδρων στη συστάδα, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις, αλλά και άλλοι γενικότεροι παράγοντες που δημιουργούν διαταραχές στα δένδρα, όπως για παράδειγμα η διάβρωση του εδάφους, οι γεωλισθήσεις και οι δασικές πυρκαγιές. Οι νεκρώσεις που οφείλονται πρωτογενώς σε αυτούς τους παράγοντες εμφανίζονται τοπικά εκεί όπου υπάρχει το πρόβλημα. Όμως, στην περίπτωση που εμφανίζονται νεκρώσεις σε μεγάλη έκταση, η κύρια αιτία δεν μπορεί να είναι κάποιος από τους παραπάνω παράγοντες ή συνδυασμός τους, αλλά ένας παράγοντας γενικότερος που επηρεάζει μια ευρύτερη περιοχή, που δεν μπορεί να είναι άλλος από το κλίμα και την κλιματική αλλαγή. Η κύρια πρωτογενής αιτία είναι λοιπόν ο συνδυασμός των μειωμένων βροχοπτώσεων, των υψηλών θερμοκρασιών και της παρατεταμένης και έντονης ξηρασίας, που εμφανίζονται όλο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια λόγω της κλιματικής αλλαγής. Οι κλιματικές αυτές συνθήκες προκαλούν υδατική καταπόνηση στα δένδρα, τα οποία στη συνέχεια εξασθενούν και προσβάλλονται ευκολότερα δευτερογενώς από μύκητες και έντομα, οδηγούμενα έτσι στη νέκρωση.
Έρευνα που πραγματοποιήθηκε για τη νέκρωση της ελάτης στην Ευρυτανία από το Εργαστήριο Δενδροχρονολογίας του Τμήματος Δασολογίας του Γ.Π.Α. στο Καρπενήσι, έδειξε ότι τα πιο εξασθενημένα δένδρα ελάτης είναι αυτά που υφίστανται πρώτα τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής οδηγούμενα στη νέκρωση. Από τη σύγκριση της κατά πλάτος αύξησης δένδρων ανάλογης ηλικίας φαίνεται ότι, τα δένδρα που νεκρώθηκαν υστερούσαν σε αύξηση έναντι των ζωντανών δένδρων, με μια διαρκή μείωση της αύξησης που οδηγεί σε ένα πλάτος δακτυλίου μικρότερο από 1 χιλιοστό που τείνει στο μηδέν, που μπορεί να διαρκέσει έως 20-30 χρόνια πριν τα δένδρα νεκρωθούν (βλέπε διάγραμμα). Η πορεία αυτή της αύξησης αποτελεί μια ένδειξη για να προβλέψουμε ποια δένδρα θα νεκρωθούν στα επόμενα έτη.
‘‘Τα πιο εξασθενημένα δένδρα ελάτης είναι αυτά που υφίστανται πρώτα τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής οδηγούμενα στη νέκρωση’’

Μέση καμπύλη με την κατά πλάτος αύξηση (πλάτη δακτυλίων) ζωντανών (μπλέ γραμμή) και νεκρωμένων δένδρων ελάτης (κόκκινη γραμμή) (Papadopoulos 2014).
Παράλληλα, δενδροκλιματολογικές έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στο εργαστήριο δείχνουν ότι, τα εξασθενημένα, υποψήφια προς νέκρωση δένδρα δεν ωφελούνται από τις βροχοπτώσεις τόσο όσο τα εύρωστα δένδρα, ενώ επηρεάζονται περισσότερο αρνητικά από τις υψηλές θερμοκρασίες της θερινής περιόδου και την ξηρασία της τρέχουσας χρονιάς. Δηλαδή, ακόμη και αν υπάρχουν βροχοπτώσεις το έτος αύξησης, αυτές δεν βοηθούν τα καταπονημένα αυτά δένδρα να ανακάμψουν. Αυτό εξηγεί γιατί το 2025 έχουμε πολλές νεκρώσεις ελάτης, παρόλο που τη χρονιά αυτή έχουμε αρκετές βροχοπτώσεις. Είναι λοιπόν η μειωμένη βροχόπτωση, η υψηλή θερμοκρασία και η ξηρασία των προηγουμένων ετών, όπως ήταν το 2024, που αθροιστικά οδήγησαν στην εμφανιζόμενη το 2025 έντονη νέκρωση που έχουμε στην Ευρυτανία, αλλά και σε άλλες περιοχές της χώρας. Δεν είναι μόνο οι κλιματικές συνθήκες της τρέχουσας χρονιάς αλλά και τα προηγούμενα έτη τα οποία επιδρούν στην αύξηση των δένδρων.
Δυστυχώς, με βάση διάφορα σενάρια για την κλιματική αλλαγή, οι προβλέψεις δεν είναι ευοίωνες για την εξέλιξη του φαινομένου της ξήρανσης των ελατοδασών. Η κλιματική αλλαγή με την προβλεπόμενη μείωση των βροχοπτώσεων, την αύξηση της θερμοκρασίας και της διάρκειας και έντασης της ξηρασίας, είναι και θα είναι ακόμη περισσότερο τα επόμενα χρόνια ο κυριότερος πρωτογενής παράγοντας επίτασης του φαινομένου της νέκρωσης των ελατοδασών.
Για τον μετριασμό των επιπτώσεων του φαινομένου της ξήρανσης των πολύτιμων αυτών δασών απαιτείται μια προσαρμοσμένη στην κλιματική αλλαγή διαχείριση, με τη λήψη μακροχρόνιων δασοκομικών μέτρων που ευνοούν την αύξηση των δένδρων και μειώνουν όσο το δυνατό το στρες που αυτά υφίστανται από βιοτικούς και αβιοτικούς παράγοντες, λαμβάνοντας πάντα υπόψη όλη τη βλάστηση, χλωρίδα και πανίδα της περιοχής στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης και ορθολογικής δασικής διαχείρισης.