Γράφει η Αθανασία Π. Κατσικερού-Φλώρου  Κρίκελλο Ευρυτανίας

“Ο Βράχος απάνω στον βράχο, ο λόφος απάνω στον λόφο, σχημάτιζαν το βουνό. Πελώρια ήταν όλα. Και σ’ αυτό το ύψος ανέβαινε με στροφές, όλο ανέβαινε ο δρόμος. Ευτυχισμένοι σε τούτο το θέαμα οι μικροί ταξιδιώτες κοίταζαν προς τις κορφές. Ένας τους φώναξε: – Γειά σας, ψηλά βουνά!….”  (Ζαχαρίας Παπαντωνίου)

Διάβαζαν τα Ευρυτανόπουλα στο αναγνωστικό τους για τα λημέρια τους τα λυτρωτικά και χιλιολατρεμένα. Αγρίμι ανυπόταχτο η ψυχή τους, σμιλεμένη στην πέτρα και στ’  αγέρι, προζυμοαναπιασμένη στις ανάσες «των άγριων και των ήμερων του βουνού και του λόγγου», ανδρωμένη σε φιδογύριστους κατσικόδρομους, σε ολόκοφτες σάρες, σε ανείδωτες αετοκουρνιές, σε βαθύσκιωτους βούραγκες του Κρικελλιώτη, του Αγκαθιώτη, του Καρπενησιώτη, του Τρικεριώτη, του Αγραφιώτη….

Γύριζαν τη σελίδα μία-μία και οι λέξεις, λεύτερες κυράδες του Νου, έχτιζαν κουβέντες με τσελιγκάδες κι αλαφροίσκιωτους,  που τους ανεμοβούρλιζαν το θυμικό με θυμητάρια για Ξωθιές στο Νεραϊδοβούνι, για αερικά στη Χελιδόνα, για έναν Θεό τραγοπόδαρο, κεροβάτη, σκανταλιάρη κι ερωτύλο στην Οξυά, για τη δόξα του Βασιλιά Εύρυτου στα Βαρδούσια, για τους Αιτωλούς και Ευρυτάνες που πισωγύρισαν τους Γαλάτες στα Κοκκάλια….

Μάθαιναν για φίλτρα και βοτάνια, που τα μελισσοτρύγαγαν τους λιοθώρητους μήνες, να τα ‘χουν να γιατροπορεύονται στους χιονοσκέπαστους καιρούς, κρατώντας γκόλφι αψεγάδιαστο τη συμβουλή της μανιάς: “ Σαν την υγειά σου έχασες και θες να την κερδίσεις, μόνο με βότανα της γης θα την ξαναποχτήσεις».  Με ευλάβεια περισσή δαχτυλομάζωναν το τσάι στα αλπικά τοπία της Σαράνταινας, θαλερό και εύοσμο, να ραίνει μοσχοβολιές στο χώμα το ιερό, που στην αγκαλιά του, κάποτε, δέχτηκε σαράντα νοματαίους:

« Του ποιού ν’ το συμπεθερικό,

του ποιού ν’ αυτό το ψίκι,

που κατεβαίνει απ’ τα βουνά

πεζούρα και καβάλα

με τα ψηλά τα φλάμπουρα»,

έκοψε στη μέση τον Yμέναιο η άγρια χιονοθύελλα, άνοιξε τις χθόνιες πύλες κι έμεινε η Σαράνταινα να μοιρολογάει αδικοχαμένες ζωές.

Χόρευαν τα μαθητούδια χορούς μαζωχτ’κούς, δίπλα στους γέροντες τους πρωτοχορευτάδες,

«Απάνω στα ψηλά βουνά, στα βλάχικα κονάκια

χήρας ο γιός αγάπησε όμορφη βλαχοπούλα…»

Άκουγαν τον δάσκαλο να πλάθει θρύλους και παραδόσεις που στοίχειωναν τις πλαγιές, τις κρύφτρες των κλεφταρματωλών, του Ανδρίτσου, του Σκαλτσοδήμου, του Τσαμ-Καλόγερου, του Κατσαντώνη, του Καραϊσκάκη….

Κάθε Μεγάλη Παρασκευή,  άναβαν κερί στη Μνήμη όσων ξεψύχησαν στ’ Άγραφα, κατάκορφα στη Νιάλα, στις 12 τ’  Απρίλη του 1947. Στη φλόγα του αχνόφεγγε η πορεία των ανταρτών του καπεταν- Ερμή μέσα στ’ ανεμοδούρι του χιονιά. Μωρά, γυναίκες ξυπόλητες, έπεφταν στις χαράδρες. Ένα Όϊ!  Όϊ !! μάνα μου, φτερούγιζε πάνω απ’ τον ορεινό αυχένα. Για μια βραδιά, έσμιξαν στο ίδιο αντίσκηνο με τους διώκτες τους, αυτούς του κυβερνητικού στρατού, κόψανε την ξερή μπομπότα στα δυό, μοιράστηκαν τις σταφίδες τους, έδωσαν τα χέρια, ξεζαλίκωσαν τις όχτρητες.

Στο πρώτο φως του μολυβένιου ουρανού ξανάναψε το φυτίλι …. Όσοι δεν άκουσαν τη διαταγή του πρωτοκαπετάνιου για φευγιό, βρέθηκαν αργότερα ξεπαγιασμένοι, σαβανωμένοι απ’ το χιόνι.

Κάθε σπιθαμή ποτισμένη με αίμα. Κάθε πατημασιά να μαρτυράει τους Αγώνες για Λευτεριά,  να διαλαλεί τον ηρωϊσμό των Αγγελιοφόρων της Αντίστασης με μπροστάρη τον Άρη Βελουχιώτη, που πάλεψαν και μάτωσαν

«για την καινούργια γέννα, που όλο την περιμένουμε

κι όλο κινάει για νάρθη

κι όλο συντρίμμι χάνεται στο πέρασμα των κύκλων».

Και ιδού! Ξαναφαίνουν οι «Βάρβαροι»  σε τούτα τα ψωμοτόπια, χαρβαρντοσπουδαγμένοι, μετά της οσφυοκαμπτιζούσης κουστωδίας των Εφιαλτών.

Σαούριασαν τα πλάσματα των βουνών στις φωλιές τους.

Σκιάχτηκε και κομποδέθηκε η καρδούλα τους στον ήχο των στριγκό.

Εργάτες με τσιμεντοπυργωμένη και ευρωπουλημένη τη συνείδηση, ξαμολάνε «τα σιδερένια τους σκυλιά».

Εκεί, που, άλλοτε, ο ξωμάχος τραγούδαγε:

«παίρνω το χρυσοσκέπαρνο και τ’  αργυρό πριόνι,

ν’ ανέβω σε ψηλό βουνό και σ’ έμορφο βαλκάνι

να κόψω δάφνες και μηλιές και μια νεραντζοπούλα,

να φτιάξω τη λυρίτσα μου και τ’  αργυρό δοξάρι»,

οι μακελάρηδες της αρχέγονης φυσικής δαντέλας βιάζουν «τα θεμέλιά μας στα βουνά».

 Εκεί, που συναντιέται το φως του Ήλιου με το φως της Ψυχής, εκεί που τα παιδιά συλλαβίζουν το αλφαβητάρι τ’ Ουρανού, μακριά απ’  τον αλλοπαρμένο κόσμο τους, εκεί που η Φύση ξετυλίγει τα μαγνάδια της σε ολόφυτα φαράγγια, εκεί που τα λυρόχορδα ελάτια ερωτοτροπούν με τις λυγερόκορμες οξιές, εκεί που οι Ναϊάδες και οι Δρυάδες υφαίνουν στον ρυθμό του νερού τα πέπλα τους, εκεί που όλα στάζουν Αρμονία, τώρα οι καιροσκόποι και κερδοσκόποι θέλουν να στήσουν μια ακόμα «αρπαχτή».

«Οι πολυπήμονες νυχτοκόρακες» της κεφαλαιοκρατίας διατάσσουν τη λεηλασία της Μάνας Γης.

«Οι παγκοίρανοι καταπατητές» γεμίζουν τα αετόμορφα βουνά μας με τερατομηχανήματα, φυτεύοντας «ανεμογεννήτριες»!!!

Τ’ άγρια άλογα στη Βαλαώρα φρούμαξαν.

Οσμίστηκαν στον αγέρα τη δυσωδία των αρπακτικών, τη σαπίλα των ασπόνδυλων αχυρανθρώπων.

Τρόμαξαν μπροστά στα «πράσινα άλογα της πισσοφορεμένης ανάπτυξης».

Χλιμίντρισαν αλαφιασμένα με τα ρουθούνια φλογισμένα, μπροστά στα ερπυστριοφόρα της καταστροφής. «με ορτούς τους λαιμούς, τετράψηλα, μ’ άσπρους αφρούς, βαρβάτα», ποδοκρότησαν τη Γη τους και διατράνωσαν ΟΧΙ ηχηρό στους εχθρούς που ‘ρθαν «ντυμένοι φίλοι», αντισταθμιστικά οφέλη !!!!!!!! φέροντες.

Τα Ευρυτανόπουλα αγρυπνούν.

Συνδαυλίζουν το φως που καίει μέσα τους.

Ζωντανεύουν τη Μνήμη που «καίει άκαυτη βάτος» στα άπαρτα βουνά μας.

Βλέπουν πως κινδυνεύει η πρώτη και μεγάλη τους Αγάπη.

Βγαίνουν στα διάσελα και προσκαλούν πλάϊ τους την Ηχώ, την πανώρια Νύμφη των πυκνοδεντροφύτευτων δασών, των καλλίρρoων πηγών, ν’  απλώσει τη φωνή της ασπίδα, να σκορπίσει στα ουρανοθέμελα τη γραφή του Κωστή Παλαμά:

“Βουνά,  παιδιά γιγάντικα της Γης,

ανυπόταχτα,  βουνά αιώνια

…………………………………..

κάμετε να ελπίζω πως θάρθω,

μόλις ξεφύγω από τη φυλακή μου,

στα ύψη σας να ξανανταμωθώ με σας

Πατρίδα, αληθινή, δική μου….»

Καλούν τη Θεά Νέμεση να τιμωρήσει τους Υβριστές.

Ορκίζονται να ‘χουν στο κατάρτι τους «βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα».

Ελπίζουν να μπορούν τα δικά τους παιδιά ν’  ακούνε το τριζοβόλημα των ριζών στα έγκατα της γης, να βάζουν τ’  αυτί τους στο χώμα και να νοιώθουν τα σκιρτήματα της πλάσης, να ταξιδεύουνε στα ποτάμια τα όνειρά τους, ν’ αφουγκράζονται τ’ αχολόϊ στα σπηλιαράκια του βουνού, που,

 «κάνει το νερό διάφανο,  το κλαδάκι πράσινο,

το στήθος του ανθρώπου ορίζοντα,

για να μπορεί να χορεύει μέσα του

το πουλί της καρδιάς» (Νικηφόρου Βρεττάκου)

*Λεξιλόγιο :  Ψίκι= γαμήλια πομπή  Παγκοίρανοι= Κυρίαρχοι   Πολυπήμονες= Ολέθριοι