Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com

Την επομένην εβδομάδα είχον έλθει πλείονα των 30 μεγάλων ιστιοφόρων, και πάμπολλα μικρά καΐκια. Όπως συμβαίνει πάντοτε εν καιρώ πανικού φόβου, μέγας συνωστισμός και σπουδή αλόγιστος και τυφλή φυγή είχον επέλθει.
[…]Από της εσπέρας εκείνης, καθ’ ην η θεια-Σκεύω, επιστρέφουσα από την οικίαν της Γερακίνας, ήκουσε το δυσοίωνον άγγελμα: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! ο γυιος σου είναι άρρωστος στον Τσουγκριά από χολέρα…».

[…]Εγονάτισεν εμπρός εις την Παναγίτσαν της. Έμεινεν επί ώρας γονατιστή, και όταν επήλθεν ο κάματος, τότε συνέλαβε μίαν απόφασιν και είπε μεγαλοφώνως: «Βαρδιάνος στα σπόρκα θα πάω. Βαρδιάνος στα σπόρκα!»

[…] Την εσπέραν της 18ης Αυγούστου περί την ενάτην ώραν, είχε φθάσει και η Σκεύω εις την καραντίναν. Η ταλαίπωρος γραία, πριν αποφασίσει να βάλει εις πράξιν το παράβολον διάβημά της, είχε προσπαθήσει διά του μπαρμπα-Νίκα να κατορθώσει αν ήτο δυνατόν να την παραλάβωσιν οι λεμβουχοι οι εκτελούντες τα καθημερινά ταξίδια εις την ερημόνησον, διά να την ρίψωσιν απλώς επάνω εις τον κάβον του Αγίου Φλώρου, και αυτή ευχαρίστως θα εδέχετο να σπορκαρισθεί ομού με τόσους άλλους χριστιανούς. Αλλ’ είχε μάθει ότι το πράγμα ήτο αδύνατον…

[…] -Τίνος είν’ αυτός ο τάφος; Ποιος πέθανε;

– Μια γυναίκα είχε πεθάνει σήμερα εδώ με το παιδί της.

– Και τι γυναίκα ήτον;

– Σμυρνιά, θαρρώ, ήτον… ή Πολίτισσα… ποιος ξέρει…

– Πώς δε μου είπες, Γιάννη, εξηκολούθησεν η Σκεύω, πού είναι το καράβι που ‘ν’ ο γυιος μου μαζί;

-Μου κακοφαίνεται κι εμένα, θεια-Σκεύω που δε μπόρεσα να το μάθω… Μα πού να ξέρω πως ήσουν να ‘ρθεις για δω τουλόγου σου, και πως θα σ’ εβλέπαμε βαρδιάνο στα σπόρκα;

[…]

Λαβών ο ιατρός τον φάκελον, τον οποίον έτεινεν αυτώ ο Γιάννης ο Μπρίκος, τον ήνοιξε και ανέγνωσε το εν αυτώ έγγραφον.

– Να πάρει ο ντιάολος! είπε· και ποιος είν’ αυτός ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;

[…]

– Έλα ντω! ποιος είσαι;

Η θεια-Σκεύω επλησίασε τρέμουσα.

– Εγώ είμαι, γιατρέ, είπε.

 – Και είσαι του λόγκου σου, ο Σταμάτης Γκυρατσίνης;

– Εγώ είμαι η Σκεύω, η Γιαλινίτσα… που με λένε κάποτε και Σαβουρόκοφα.

 […] – Και τι σου ήρτε, Σκεύω να το κάμεις αυτό;

– Για το Θεό, γιατρέ, να ‘χεις πολλή ζωίτσα… και να σου δώσει ο Θεός ό,τι επιθυμείς… να ‘χεις και καλή ψυχή… δεν μου λες, τι γίνεται ο γυιος μου, ο Σταύρος; Είναι καλά; πέθανε; ζει; τον είδες τουλόγου σου;

– Α! Ο Σταύρος… του Γιαλή… Ο λοστρόμος… είναι γυιος σου. Α! ναι… είναι άρρωστος… υπέφερε πολύ… μα ντεν έχει ανάγκη… τα ζήσει.

– Ν’ αγιάσει το στόμα σου, γιατρέ, και τα χείλη σου, που μου είπαν τον καλό το λόγο, να γίνουν μαλαματένια, σαν τ’ Αι-Γιαννιού του Χρυσοστόμου.

[…]

Μετά δύο ώρας, η Σκεύω μετέφερεν από το πλοίον τον υιόν της και τον εγκαθίστα εις το κελλίον του αγαθού μοναχού.

Η Σκεύω έμεινεν επί πολλήν ώραν ακόμη κοιτάζουσα έξω εις τον εξώστην. Είτα εσηκώθη, ήνοιξε σιγά την πορτούλαν, έτριξαν τα θυρόφυλλα, εστέναξε το πάτωμα, και η μήτηρ εισήλθε πλησίον του κοιμωμένου υιού της. Έμεινεν άυπνος έως το λάλημα του πετεινού, περιμένουσα να εξημερώσει διά να μάθει…