Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Μεταξύ καποράφτη και φραγκοράφτη διέλαμψε ο ελληνοράπτης που έραβε τις φουστανέλες των μερακλήδων και των γαμπρών και τα «βλάχικα» των νυμφών. Μια νύφη με όλη την «αρματωσιά» της με τα χρυσαφικά και τα λοιπά μπιχλιμπίδια της φάνταζε ωραιότερη και από αυτήν την Κλυταιμνήστρα.

Σήμερα έχουμε δύο λέξεις που αναφέρονται στον φουστανελά.

Πρώτος είναι ο «εύζωνας» που είναι ομηρική λέξη και δηλώνει «τον καλά ζωσμένο». Χρησιμοποιούταν παλιά για να δηλώσει τους θρυλικούς πολεμιστές ευζώνους του στρατού μας και σήμερα τα μοντελάκια της Προεδρικής Φρουράς στο Σύνταγμα.

Δεύτερη χρησιμοποιούμενη λέξη είναι ο «τσολιάς». Προέρχεται –περιέργως- από τη λέξη: τσόλι=κουρέλι, παλιόρουχο (τσόλι < τουρκ. cul < αραβ. cull). Οπότε καλό είναι να προσέχουμε όταν… φλερτάρουμε με το παλιό τραγούδι: «γειά σου τσολιά μου».

Η φουστανέλα μέσα στο πέρασμα του χρόνου πέρασε διάφορες φάσεις.

Πρώτη εμφανίστηκε η «κορμοφουστανέλα» που κατασκευαζόταν από χειρίσιο πανί του αργαλειού και ήταν ενιαία με το «πανωκόρμι». Έφερε λίγες δίπλες και ήταν ρούχο καθημερινής χρήσης. Μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε ως unisex γιατί δε διέφερε και πολύ από το γυναικείο μαλλινοφούστανο.

Δεύτερη εμφανίστηκε στους κλέφτες και στους ευζώνους του στρατού μας η «λερή» φουστανέλα με πανωκόρμι κάτι σαν ένα πλισιέ φόρεμα. Ήταν αυτές που φορούσαν οι τσολιάδες στο seytan asker του Μαύρου Καβαλάρη στη Μικρασιατική Καταστροφή, και η οποία εμιάνθη και γελοιοποιήθηκε με τους γερμανοτσολιάδες της Κατοχής.

Τέλος τρίτη και τελευταία εκδοχή της φουστανέλας είναι η «γαμπριάτικη» που βαρεθήκαμε να τη βλέπουμε στα διάφορα Μποτσάρεια και τα Κατσαντώνεια του τόπου μας.

Για να κατασκευαστεί μια… χορταστική γαμπριάτικη φουστανέλα χρειαζόταν ένα τόπι αμερικάνικο λευκό χασέ (55 πήχια ή 35 μ.) Αυτό κοβόταν σε μικρά ορθογώνια ανισοσκελή τρίγωνα, που συρραπτόμενα ανά δέκα έφτιαχναν μία «μάννα» και σαράντα μάννες μαζί συγκροτούσαν μια φουστανέλα με τετρακόσια «λαγκιόλια» (όσα και τα χρόνια της σκλαβιάς μας!)

 Ένα σημείο τριβής και ιδιαιτερότητας της φουστανέλας κάθε περιοχής ή χρήσης, είναι το μήκος αυτής. Δηλαδή και η φουστανέλα δεν μπόρεσε να… ξεφύγει τη μοίρα του μήκους της γυναικείας φούστας, που ξεκινάει από τον αστράγαλο και φτάνει μέχρι τον…. αφαλό. 

Έτσι έχουμε τη μακριά μοραΐτικη φουστανέλα κάτω από το γόνα, τη μεσαία ρουμελιώτικη ως το γόνα και την ευζωνική πάνω από το γόνα.

Απ΄ ότι φαίνεται η φουστανέλα είναι αλβανικής καταγωγής και προελεύσεως, γιατί από το 16ο αιώνα ο ελλαδικός χώρος κατακλύστηκε από Αλβανούς. Μάλιστα λέγεται ότι τη φορούσαν οι Αλβανοί «φούστηδες», που ήταν πειρατές με τα καράβια που λέγονταν «φούστες». Επίσης εύκολα φαίνεται ότι αποτελεί συνέχεια του χιτώνα των αρχαίων και των ρωμαϊκών αγαλμάτων. Περιέργως όμως το όνομά της δεν αλβανίζει καθόλου, παρά προέρχεται από την ιταλική «fusta».

Επίσης λέγεται ότι ξεκίνησε ως ένδυμα των ορεινών κατοίκων, πράγμα που ως ορεινός, φύσει και θέσει, δεν καταλαβαίνω. Γιατί ένας ορεσίβιος να φορέσει μέσα στα κράκουρα και στα λόγγια ή με τις παγωνιές και τα χιόνια αυτό το άβολο ρούχο, τη στιγμή που σ΄ αυτές τις περιπτώσεις γριές γυναίκες πετούσαν το μαλλινοφούστανο και φορούσαν παντελόνια.  

Προσωπικά με συγκίνηση αναπολώ στα μαθητικά μου χρόνια στο Δημοτικό, όταν στις εθνικές μας επετείους κυκλοφορούσα σαν γαμπρός με την κάτασπρη φουστανέλα μου. Ήταν τότε που δεν είχαν μαγαρίσει τη ψυχή μου οι διάφορες χουντικές φουστανελογιορτές, οι οποίες συνεχίζονται ακάθεκτες ακόμα και σήμερα. 

Έχω όμως την ελπίδα ότι κάποτε η φουστανέλα θα πάρει τη θέση που της πρέπει στην κοινωνικο-πολιτική ζωή και στην καρδιά μας, μακριά από χουντοεθνικιστικές μνήμες και πρακτικές, γιατί πολλοί νέοι φορώντας την εμπλήσθησαν υπερηφανείας στο χοροστάσι και μεγαλείου στο άντρον του Υμεναίου.