Εκτός και ο φορέας Εθνικού Πάρκου Τζουμέρκων, Αγράφων, κοιλάδας Αχελώου

Την κατάργηση επτά φορέων προστατευόμενων περιοχών εν μέσω Χριστουγέννων αποφάσισε ο υφυπουργός Περιβάλλοντος, Γιώργος Αμυράς με τις αρμοδιότητες αυτών να περνούν στον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ).Υπενθυμίζεται ότι ύστερα από την ίδρυση του ΟΦΥΠΕΚΑ προβλεπόταν η μετάβαση από τους 36 παλαιούς Φορείς Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών σε 24 νέες Μονάδες Διαχείρισης που θα υπαχθούν και θα εποπτεύονται κεντρικά από τον Οργανισμό.Οι φορείς που καταργούνται είναι: Εθνικός Δρυμός Πάρνηθας, Εθνικό Πάρκο Σχινιά, Μαραθώνα, Υμηττού και Νοτιοανατολικής Αττικής, Δέλτα Έβρου και Σαμοθράκης, Εθνικό Πάρκο Δάσους Δαδιάς – Λευκίμης – Σουφλίου, Εθνικό Πάρκο Βόρειας Πίνδου, Εθνικό Πάρκο Τζουμέρκων, Αγράφων, κοιλάδας Αχελώου και Μετεώρων και Εθνικός Δρυμός Ολύμπου.

Η αντίδραση του τομεάρχη ΣΥΡΙΖΑ, Σ. Φάμελλου

Έντονη ήταν η αντίδραση του τομεάρχη Περιβάλλοντος του ΣΥΡΙΖΑ, Σωκράτη Φάμελλου, ο οποίος χαρακτήρισε την κίνηση αυτή της Κυβέρνησης ως «ακόμα ένα χτύπημα στο φυσικό περιβάλλον της Ελλάδας», ενώ, όπως διαβάζουμε στο ethnos.gr, τόνισε: «Με την κατάργηση φορέων προστατευόμενων περιοχών μέσα στα Χριστούγεννα καταρρέει το περιβαλλοντικό προσωπείο Μητσοτάκη». Παράλληλα σύμφωνα με τον κ. Φάμελλο η απόφαση αυτή θα συμβάλλει ώστε οι γνωμοδοτήσεις για τα έργα στις προστατευόμενες περιοχές να βγαίνουν με κριτήρια του κυρίαρχου κόμματος, να «παγώσουν» οι προσλήψεις που είχαν προγραμματιστεί και οι τοπικοί φορείς να μη συμμετέχουν πλέον στη διοίκηση και διαχείριση των Φορέων. Επίσηςο κ. Φάμελλος αναφέρθηκε ότι με τις πρώτες επτά αλλά και τις επόμενες αποφάσεις που θα ακολουθήσουν για την κατάργηση φορέων «το ελληνικό φυσικό περιβάλλον, η διεθνής ταυτότητα της χώρας μας, γίνεται φτωχότερο και υποβαθμίζεται», ενώ  ως τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ προαναγγέλλει ότι αυτές θα είναι «από τις πρώτες αποφάσεις που θα ακυρωθούν από την επόμενη προοδευτική κυβέρνηση, η οποία και θα αποκαταστήσει τη λειτουργία των 36 φορέων Προστατευόμενων Περιοχών της Ελλάδας, με υψηλά ποιοτικά και αναπτυξιακά κριτήρια, αλλά και με εξασφάλιση των εργαζομένων που σήμερα παραμένουν «υπό ομηρία»» (με πληροφορίες από το ethnos.gr).