Χειρόγραφα

Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός, theofanhspap@outlook.com

Μέσα στο γυμνό πάρκο, βουτηγμένο στο ολόασπρο του σάβανο, ήταν σκοτάδι. Πάνω στο γέρικο γκρίζο χιόνι στοιβαγμένο στο χώμα, έπεφτε απαλό λευκό καινούργιο χιονάκι που έμοιαζε με πούπουλο κύκνου.  Ήταν Χριστούγεννα.  Τι μελαγχολικά όμως και τι παγωμένα Χριστούγεννα! Στο περιβόλι… δυο σκιές… καθισμένες πάνω σ’ ένα σκαμνί μέσα στην σκοτεινιά… περίμεναν την νύχτα. Το σπίτι με τα φωτισμένα τα παράθυρα μονοκόμματα κρύσταλλα που λαμποκοπούσαν από μακριά, έμοιαζε με παλάτι παραμυθένιο. Μια γυναίκα ήταν ολομόναχη σ’ αυτό το πελώριο σπίτι με τις τριάντα κάμαρες. Η γριά Γαλλίδα με την καστανή περούκα και το ρυτιδωμένο της πρόσωπο, με τα ξεθωριασμένα μάτια και με την ξερακιανή σιλουέτα της… ήταν ο μοναδικός κάτοικος του πελώριου σπιτιού. Οι ιδιοκτήτες πήγαν σε εκδρομή με φίλους τους για να γλεντήσουν τα Χριστούγεννα. Ήταν Χριστουγεννιάτικη παγωμένη νύχτα… Για να περάσει η ώρα απεφάσισε να γράψει το ημερολόγιο κείνης της βραδιάς, αρχίζοντας απ’ τα μεσάνυχτα.  Δώδεκα και τέταρτο: Περπατώ… χωρίς τέλος μέσα στις άδειες κάμαρες… Νοιώθω πως είμαι καταδικασμένη απόψε. Στο περιβόλι συμβαίνει κάτι ύποπτο. Βλέπω από το παράθυρο σκιές. Ξέρω πως είναι δύο…
 Μία μετά τα μεσάνυχτα χτυπάει το μεγάλο ρολόι που είναι στο κάτω πάτωμα. Το χτύπημά του, μου φάνηκε απαίσιο. Φαντάσθηκα πως αντηχούσε η καμπάνα του θανάτου. Η πρώτη καμπάνα… Ένας απ’ αυτούς, που είναι εκεί κάτω, στο περιβόλι – δεν τους είδα, αλλά τους νοιώθω – είναι κοντός και κουτσός. Σέρνει το ένα του πόδι. Ο άλλος ψηλός και λιγνός.[…]  Με τον χάρτη στα χέρια η γριούλα ξαπλώθηκε στο φαρδύ ντιβάνι. Με το μολύβι της σημείωσε μερικά μέρη. Τα μάτια της μισόκλειναν. Έκανε απεγνωσμένες προσπάθειες. Στο τέλος όμως αποκοιμήθηκε με τον χάρτη στα χέρια. Σ’ αυτό το ντιβάνι την βρήκαν την άλλη μέρα το πρωί με κομμένο το λαιμό, χωρίς περούκα, με τα μάτια γυαλένια, άγρια, απαίσια. Το παγωμένο πρόσωπο της δασκάλας είχε μια έκφραση τρομάρας…
Τα κρύσταλλα της πόρτας που έβγαινε στο μπαλκόνι ήταν σπασμένα σε κομμάτια. Ο αέρας δυνατός και παγωμένος φυσούσε μέσα στο σαλόνι. Το χιόνι που έμπαινε από το παράθυρο της μπαλκονόπορτας που οι κακούργοι άφησαν ανοιχτή, είχε λιώσει και το πάτωμα ήτανε πλημμυρισμένο από νερά. […]Ποιος έσφαξε τη γυναίκα αυτή και για ποιο λόγο;
 Την έσφαξαν αυτοί οι δύο που κάθονταν στο περιβόλι… Γιατί έκαναν το έγκλημα; Δεν ξέρει κανένας. Δεν έκλεψαν τίποτα. Δεν πήραν κανένα πραγματάκι.  Ήτανε δύο. Αυτό το καταλάβαινε κανένας από τα πατήματά τους πάνω στο καθρεφτένιο πάτωμα.[…] Η αστυνομία δεν μπόρεσε να τους βρει πουθενά, για να τους πιάσει.
    Κι’ εγώ πολύν καιρό φανταζόμουνα πως πιο φοβερό έγκλημα δεν ξανάγινε ποτέ και δεν θα ξαναγίνει στον αιώνα τον άπαντα. Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε! Και όμως δεν μπορώ να ξεχάσω τα ματωμένα αυτά Χριστούγεννα. Τι φοβερός είναι ο άνθρωπος και πόσο σκοτεινή η ψυχή του. Και ποιο φριχτό από όλα είναι όταν ο φονιάς τελειώνει το διαβολικό του έργο και μένει άπιαστος… Μα που είναι αυτοί οι δύο; Τι έχουν γίνει; Ίσως ζούνε έως τώρα, περπατούν, τρώνε, πίνουν, μιλούν, γελούν και γλεντάνε…

*Διήγημα του ρώσου νομπελίστα συγγραφέα Ιβάν Μπούνιν(1870-1953). Γράφτηκε το 1928 στο Παρίσι και προδημοσιεύτηκε στα ελληνικά το 1935, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο της εφημερίδας «Ακρόπολις».