
Παλιά τα αρσενικά ζώα, άμα δεν τα χρειάζονταν για σπορίτες (βαρβάτα), τα τσοκάναγαν, εκτός από το γάιδαρο που, σχεδόν ποτέ, δεν χρειάζονταν την χειμαρρώδη σεξουαλικότητά του, όμως πάντα χρειάζονταν όλη του την ισχύ, την αντοχή και τη σταθερότητά του. Οι τελευταίες ιδιότητες με το τσοκάνισμα πήγαιναν περίπατο.
Περίτρανη απόδειξη τούτου ήταν ο Κίτσος (το γομάρι) του Αριστείδη. Οι δυο αυτοί –Κίτσος και Αριστείδης- είχαν πολλά κοινά χαρακτηριστικά αλλά και δυο βασικές διαφορές. Ο Αριστείδης είχε κομμένα τα δυο πόδια του στους μηρούς κι ο Κίτσος είχε τέσσερα πόδια και δάγκωνε όποιον τον πλησίαζε, εκτός απ΄ τον Αριστείδη. Μια φορά το επιχείρησε στα Μαρμαρένια Αλώνια. Έριξε κάτω από το σαμάρι τον ακινητοποιημένο Αριστείδη κι έδειξε τις δοντάρες του. Στην προσπάθεια να τον κατασπαράξει πρόλαβε ο Αριστείδης και τον έπιασε από τα ρουθούνια, όπως πιάνει ο λύκος τα μουλάρια. Ο Κίτσος ακινητοποιήθηκε, μέχρι που προσέτρεξαν οι πλησιέστεροι γεωργούντες και τους ξεχώρισαν. Έκτοτε ο Κίτσος υποτάχτηκε στον Αριστείδη ισοβίως και άνευ όρων.
Ο Κίτσιος ήταν το τετρακίνητο του Αριστείδη, παντός δρόμου και παντός καιρού, και τούτο οφειλόταν στην αξιότη των αχαμνών του, την οποία όμως ποτέ του δεν αξιοποίησε, γι΄ αυτό ίσως και δάγκωνε μετά μανίας. Τότε, σε αντίθεση με σήμερα, το κάθε πράμα είχε την φυσική του αξία. Η βαρβατοσύνη ήταν το πρώτο όπλο στη μάχη με τα στοιχεία της φύσης, το ίδιο και η επιθετικότητα, όπως το δάγκωμα, το κλότσημα κ.ά. η σωματική δύναμη, οι φυσικές ικανότητες στο τρέξιμο, στο πήδημα και τόσα άλλα.
Πέρασε κοντά μισός αιώνας, από τότε που ψόφησε η πληθωρικότερη ερωτική φυσιογνωμία που γνώρισα. Ήταν ο Κίτσος του παπά.
Παιδί εγώ, έφηβος αυτός.
Σαν απόκοσμη απειλή, σαν δημιουργική καταστροφή εγγράφηκε στη συνείδησή μου η φράση-εντολή που ξεστόμιζε έντρομη η μάνα μου προς στον πατέρα μου: “λύθηκε το γομάρι του παπά, τράβα να μανταλώσεις το αχούρι”. Μέσα ήταν η παρθένα γαϊδούρα μας, η οποία πολλάκις προκάλεσε το θηρίο του παπά με τα προκλητικά της “ματσαλήματα”, και τώρα κινδύνευε θανάσιμα.
Μαθητής εγώ, ενήλικας αυτός.
Ο Κίτσος βρισκόταν στο ερωτικό του απόγειο και γω, διατελών αρσενικό εν εξελίξει, τον καταλάβαινα καλύτερα. Πηγαίνοντας ένα πρωινό για το σχολείο μέσα από ένα λάκκο, που είχε ανοίξει η ΔΕΗ, αντικρίζω δυο αυτιά να προεξέχουν. Πλησιάζω και βλέπω τον Κίτσο του παπά να με κοιτάει ικετευτικά. Τι έγινε; Λύθηκε από το παχνί του και στο νυχτερινό ερωτικό του γιουρούσι έπεσε μέσα στο λάκκο.
Έφηβος εγώ, γέρος αυτός.
Η βουκολική κομπανία πήγαινε στο Βοϊδολίβαδο. Μαζί μας κι ο Κίτσιος, κουτσός, αδύνατος και έτοιμος για ψόφο. Όμως τι θαύμα ήταν εκείνο, όταν έσμιξε με την οργάζουσα νεαρά γαϊδούρα της κομπανίας. Εξαφανίστηκαν τα άχαρα γηρατειά του και όλη την ημέρα πρωταγωνίστησε σαν έφηβος, ανεβάσταγος και πληθωρικός εραστής.
Μετά από λίγες μέρες ψόφησε.



































