Σιορόκος Γεώργιος, Τσατσαράγκος Ιωάννης

6313

Η σελίδα αυτή την εβδομάδα ανήκει σε δυο θρύλους. Δύο Ευρυτάνες επιζώντες, ήρωες του Αλβανικού Μετώπου, ως αναφορά τιμής σε ένα ζωντανό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας, οι οποίοι έζησαν από κοντά την ελληνική αντίσταση κατά των Ιταλικών στρατευμάτων και τον αγώνα για την υπεράσπιση της πατρίδας. Οι ήρωες Σιορόκος Γεώργιος του Σπύρου από τη Φτελιά, 100 χρόνων και ο  Τσατσαράγκος Ιωάννης του Γεωργίου, από την Καστανιά, 101 χρόνων σήμερα, είναι τα ζωντανά σύμβολα του αγώνα.

Ας γνωρίσουμε τους δυο ήρωες μέσα από τις μαρτυρίες τους:

 Σιορόκος Γεώργιος:

Από την μαρτυρία του στο μέτωπο: ‘‘ Όταν κηρύχθηκε ο Πόλεμος του 1940 υπηρετούσα τη θητεία μου στο Μεσολόγγι, στο 39ο Σύνταγμα Ευζώνων, 1ος Λόχος, β΄Διμοιρία… Στις 8 Δεκεμβρίου ο ελληνικός στρατός κατέλαβε το Αργυρόκαστρο. Πήραμε εντολή να κατευθυνθούμε προς τα εκεί. Ξεκινήσαμε μεσάνυχτα και προχωρούσαμε με μεγάλες δυσκολίες. Χιόνιζε ασταμάτητα. Κατευθυνθήκαμε προς το Ύψωμα Παπακώστα από όπου είχαν οπισθοχωρήσει οι Ιταλοί… Τα χαράματα και ενώ πλησιάζαμε προς την κορυφή, για να μπούμε σε εγκαταλειμμένο Ιταλικό φυλάκιο, δεχθήκαμε τα πρώτα πυρά από Ιταλούς με όλμους. Οπισθοχωρήσαμε και μπήκαμε, όσοι προλάβαμε, σε απυρόβλητο μέρος. Ο Τσίκνας και ο Τσούτσουρας, που ήμασταν παρέα, μείνανε πίσω και μπήκανε μέσα σε λαγούμια. Όμως οι Ιταλοί τους είχαν επισημάνει και οι οβίδες έπεφταν βροχή. Ήταν μεσημέρι. Είχαν κοπάσει τα πυρά των Ιταλών και πήραμε την απόφαση να βοηθήσουμε αυτούς που ήταν στα λαγούμια, γιατί εκεί ήταν και τραυματισμένοι. Ήταν πολύ επικίνδυνο να πραγματοποιηθεί αυτό, όμως το αποτολμήσαμε και με χίλιες προφυλάξεις πλησιάσαμε. Οι Ιταλοί άρχισαν να μας κτυπούν. Πέσαμε όλοι κάτω… Προχωρούσαμε και το χιόνι έπεφτε πυκνό. Ξεπερνούσε τους 80 πόντους. Οι σφαίρες σφυρίζανε δίπλα μας. Σε μια στιγμή βλέπω το Γιώργο Σκούρα να εγκαταλείπει το οπλοπολυβόλο, πέφτοντας νεκρός. Παίρνω εγώ το οπλοπολυβόλο. Το Ιταλικό φυλάκιο μαζί με το δικό μας ήταν γύρω στα 400 μέτρα… Σε μια στιγμή βλέπω έναν Ιταλό να έρχεται καταπάνω μας με μια χειροβομβίδα στο χέρι του, αλλά τα δάχτυλά του ήταν παγωμένα και δεν μπόρεσε να τραβήξει την περόνη. Τον ακινητοποιήσαμε και τον πιάσαμε αιχμάλωτο. Ήμασταν κάπου 150 στρατιώτες. Μείναμε γιατί ήμασταν εκτός μάχης, μας είχαν κυριέψει τα κρυοπαγήματα. Οι άλλοι προχώρησαν. Οι Ιταλοί είχαν επισημάνει το μέρος και μας βάλανε συνέχεια με το πυροβολικό. Όμως κάποια βλήματα δεν σκάγανε. Το πρωί που ξημέρωσε από τα 150 άτομα που ήμασταν, μείναμε κάπου 100. Οι άλλοι ξυλιασμένοι από την παγωνιά και σκοτωμένοι από τις οβίδες.

22 Μαρτίου 1941. Μας βάζουνε στα ζώα και μας μεταφέρουν στο Αργυρόκαστρο Εκεί μου ήμουν στο κρεβάτι μου λέει ένας στρατιώτης εμπιστευτικά «επουδενί, να μην δεχτείς να σου κόψουν τα πόδια. Αν μπορείς γύρνα μπρούμυτα και δες από το παράθυρο τον ακάλυπτο χώρο». Όταν ήρθε η σειρά μου για το χειρουργείο οι γιατροί μου λένε ότι τα πόδια μου είναι σε κακά χάλια. Αν τα αφήσουμε θα πεθάνεις. Τους λέω: «Θέλω να πεθάνω με τα πόδια μου. Με καμία δύναμη δεν θα μου τα πειράξετε». Αυτοί επέμειναν, αλλά η δική μου φωνή ακούστηκε σε όλο ο νοσοκομείο. Θέλω να με διώξετε για το Αγρίνιο που είναι κοντά η μάνα μου και οι αδελφές μου να με βοηθήσουν. Τότε έφαγα μια σπρωξιά από στρατιωτικό γιατρό και εκεί συνειδητοποίησα τι σήμαινε για μερικούς να θυσιαστείς για την πατρίδα.

Σε έναν μήνα στάθηκα στα πόδια μου και άρχισα να κάνω τα πρώτα βήματα. Σε δυο μήνες είχα σημαντική βελτίωση και έφυγα για το χωριό μου, τη Φτελιά. Όταν αντίκρισα τη μάνα μου, τις αδελφές μου, το σπίτι μου, η χαρά μου και η χαρά τους ήταν απερίγραπτη. Δεν ήξεραν αν ζω ή είχα πεθάνει. Με τι μέσα τότε να επικοινωνήσεις. Σε εμάς την περίοδο εκείνη δεν υπήρχε τίποτα.

Δοξάζω το Θεό που έζησα, παρόλο που πέρασα τόσα. Πόλεμος, κακουχίες, πείνα, ψείρες, κρυοπαγήματα, διαμπερές τραύμα στον εμφύλιο…

Ενενήντα (94) χρονών σήμερα (2012) είμαι όρθιος και υγιής. Καμαρώνω τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου. Προσεύχομαι για τις ψυχές των συμπολεμιστών μου που χάθηκαν στο Μέτωπο και εύχομαι στις νεότερες γενιές ποτέ να μην ζήσουν τέτοια γεγονότα. Για τον ήρωα Σιορόκο μαθαίνουμε την προσφορά του και τα παθήματά του στο σύνδεσμο https://ftelia-evrytanias.blogspot.gr.

…………………………………………………………………………………….

Τσατσαράγκος Ιωάννης

Για τον Τσατσαράγκο Ιωάννη από την Καστανά μαθαίνουμε από τον Ευρυτάνα Θεολόγο καθηγητή κ. Ζαχαρία Ζηνέλη και συγγραφέα του βιβλίου ‘‘Η δεκαετία του σαράντα στην Καστανιά και τα γύρω χωριά – Μνήμες και μαρτυρίες’’. Αθήνα 2016.  Ήταν συμπολεμιστές μαζί με τον αείμνηστο πατέρα του Γιώργο Ζηνέλη. Μαζί κατατάχτηκαν το 1938 στο 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων Μεσολογγίου, μεταφέρθηκαν στο Χάνι Δελβινάκι τον Απρίλιο του 1939 με την εισβολή των Ιταλών στην Αλβανία, συμμετείχαν από την αρχή σε όλα τα πολεμικά γεγονότα μέχρι μπροστά στο Τεπελένι, πέρασαν, όπως όλοι οι συστρατιώτες τους, μύρια βάσανα και γύρισαν με τη λήξη του πολέμου ηθικοί νικητές πεζοπορώντας στο χωριό τους. Από Το Χάνι Δελβινάκι η κοινή φωτογραφία τους.

‘‘Στις 26, 27 και 28 Οκτωβρίου 1940, η κακοκαιρία ήταν  τρομερή. Αλλά και στη ζωή μου δε θυμάμαι άλλο χειμώνα πιο βαρύ! Τη βραδιά εκείνη είχε ρίξει πολλή βροχή και το γύρισε σε παγωμένο αέρα και χιονιά. Στις 28 Οκτωβρίου, ημέρα Δευτέρα, από τη νύχτα ακούγαμε μπροστά να ανεβαίνουν στα σύνορα για την Κακκαβιά τα ιταλικά αυτοκίνητα και τα τανκς. Στις 3 το πρωί οι Ιταλοί ήτανε μπροστά στα σύνορά μας με λαμπαδηφορία. Πήραμε το στρατηγό τηλέφωνο και του είπαμε πού είναι οι Ιταλοί. Μας είπε να τον ενημερώνουμε συνεχώς για τις θέσεις τους και να μην τουφεκίσει κανένας μέχρι να ρθουν στη λίμνη Ζαραβίνα. Εμείς παραμερίζαμε και υποχωρούσαμε από τα πλάγια και τους αφήναμε να περνάνε! Αυτοί άλλοι πάνω σε ποδήλατα και άλλοι με τα μηχανοκίνητα, προχωρούσανε ακόμα λαμπαδηφορία! Όταν έφτασαν στη Ζαραβίνα, ο Κατσιμήτρος έδωσε διαταγή πρώτα να ανατιναχτεί η γέφυρα στο Καλπάκι και μετά άρχισε το τουφεκίδι. Τα ιταλικά τανκς βγήκαν από τη δημοσιά και μπήκαν στα χωράφια, αλλά βούλιαζαν στα λασπόνερα της Ζαραβίνας. Οι Ιταλοί έπιασαν το Σμόλικα που εκεί ήτανε το 42 Σύνταγμα της Λαμίας.  Εμείς τους νικήσαμε στον Παρακάλαμο και οι Ιταλοί, όπως το είπε ο Κατσιμήτρος, δεν πέρασαν το Καλπάκι… Στο Λούρο πρωτοείδαμε τους Γερμανούς. Όταν περνούσαν τη γέφυρα, έριξαν έναν δικό μας στο ποτάμι! Έτσι παραμερίσαμε και πέρασαν πρώτα εκείνοι με τα αυτοκίνητά τους και μετά από ώρα περάσαμε εμείς. Πεινούσαμε, δεν είχαμε τι να φάμε. Μας είπανε θα βρούμε πορτοκάλια στην Άρτα. Ούτε φύλλο δε βρήκαμε… Φτάσαμε στη Γέφυρα Αχελώου.  Εκεί μαζεύτηκε όλος ο κόσμος της περιοχής και ρωτούσαν για τους δικούς τους. Πού να ξέρουμε εμείς για τόσον κόσμο! Δε μιλούσαμε. Όταν έφτασα στο Αγρίνιο, είχα μια τέτοια πείνα που δεν μπορούσα πια να σταθώ όρθιος. Μου είχαν απομείνει επτά δραχμές σ’ ένα τσεπάκι και όταν τις βρήκα πήγα σ’ ένα εστιατόριο και έφαγα λίγο ρύζι. Μετά έμαθα ότι στο σταθμό μοιράζανε στους στρατιώτες ψωμί και τυρί. Πήγα και πρόλαβα κάτι λίγα.’’.