Αγάπη, Ελπίδα, Ιφιγένεια… και δεκάδες ακόμη τα ονόματα των θυμάτων στο πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη. Συμβολικά τα ονόματά τους, συμβολική και η ηλικία τους για τη θυσία. Οι φωτογραφίες των νεκρών συγκλονίζουν γιατί κατά κύριο λόγο πρόκειται για νέα παιδιά 18 – 28 χρόνων, ο ‘αφρός’ μιας κοινωνίας και γιατί βλέπεις όμορφα χαμογελαστά πρόσωπα που πίστευαν ότι είχαν όλη τη ζωή μπροστά τους…

Και ξαφνικά ο θάνατος. Ένας προαναγγελθείς θάνατος, όπως φαίνεται εκ των υστέρων. Όλοι ήξεραν τις συνθήκες των σιδηροδρόμων Ελλάδας, όλοι έκαναν τα στραβά μάτια στα κακώς κείμενα, όλοι κατηγορούσαν για μικροπολιτική τους εργαζομένους που κατήγγειλαν την άθλια κατάσταση των συστημάτων, όλοι έδιναν εγγυήσεις για την ασφάλεια των δρομολογίων(!), όλοι είναι συνένοχοι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στο έγκλημα που συντελέστηκε. Ποιοι όλοι; Όλοι οι πολιτικοί που έχουν περάσει τα τελευταία τουλάχιστον 10 χρόνια, όλοι οι υπεύθυνοι των εμπλεκόμενων εταιρειών, όλοι όσοι μπήκαν αναξιοκρατικά σε θέσεις ευθύνης και φυσικά όλοι εμείς που βλέπουμε καθημερινά τα πέρα από κάθε λογική αυτής της χώρας και τα υπομένουμε σιωπηρά ή γινόμαστε μέρος τους.

Τα λόγια είναι πολύ φτωχά και αναξιοπρεπή αυτή την ώρα, οι συγνώμες, οι παραιτήσεις και επικοινωνιακές διαχειρίσεις ξεπερνούν την Ύβρη. Τι μένει; Ένα βαθύ πένθος που αγγίζει μέχρι το μεδούλι την ελληνική κοινωνία, ίσως από τις λίγες φορές που έχει τόσο μεγάλο και μαζικό αντίκτυπο μια τραγωδία. Ίσως γιατί το ταξίδι με το τραίνο λίγο ή πολύ είναι μια πραγματικότητα για όλες τις οικογένειες της χώρας, ίσως και γιατί χάθηκαν εικοσάρηδες που θα μπορούσε να είναι τα παιδιά όλων μας.

Ο θρήνος και η αγανάκτηση για την κατάντια της χώρας μας, ξεχειλίζει αυτές τι μέρες και ίσως έτσι αλλάξει κάτι.

Αυτό όμως που κράτησα μέσα μου από όλη αυτή την τραγωδία, είναι αυτά τα παιδιά που μας έδειξαν την άλλη πλευρά των Ελλήνων, την αξιοζήλευτη. Είναι τα παιδιά που πάλεψαν ώρες για να βοηθήσουν τους συνταξιδιώτες τους μετά τη σύγκρουση, με ψυχραιμία, αυτοθυσία και γενναιότητα. Είναι οι φράσεις ‘πάτα πάνω μου να βγεις…’ του εικοσάχρονου Μιχάλη και ‘δεν μπορούσα να μη βοηθήσω, δεν θα άντεχα τη συνείδησή μου αλλιώς’ του νεαρού φοιτητή Μηχανολόγων του Εμπορικού Ναυτικού.

Δεν θα άντεχα τη συνείδησή μου… τι σπουδαία φράση, τι σπουδαίοι άνθρωποι. Είναι τόσο ανακουφιστικό να ακούς και να βλέπεις αυτά τα νέα παιδιά, τα εικοσάρικα, αυτά που παρόλη τη σαπίλα που τα ποτίζουμε, έχουν διάκριση και αρχές. Αλήθεια όλοι οι υπόλοιποι, οι πολιτικοί και λοιποί υπεύθυνοι πώς αντέχουν τη συνείδησή τους;

Για ένα αντίστοιχο σιδηροδρομικό δυστύχημα στη Λάρισα το 1972, ο Γιάννης Ρίτσος συντετριμμένος έγραψε το ποίημα Άιντε και ντε, το οποίο έγινε τραγούδι και συμπεριλήφθηκε στον δίσκο του Νίκου Μαμαγκάκη «11 λαϊκά τραγούδια του Γιάννη Ρίτσου» με τραγουδιστές τον Γιάννη Πουλόπουλο και τη Μαρία Δουράκη. Κάποιοι από τους ανατριχιαστικούς στίχους του τραγουδιού του Ρίτσου:

«Άιντε το τραίνο πήγαινε
όρθιος ο μηχανοδηγός
με το κασκέτο του στραβά
καλό τιμόνι κουμαντάριζε
μες στη καπνιά
μες στη βραδιά

με μπλούζα σαν λυκοπροβιά
ασίκης μηχανοδηγός
με το μικρό μουστάκι του
καλό τιμόνι οδήγαγε
το τραίνο για τον ουρανό
άιντε και ντε…

Κι όλο στον ουρανό το τραίνο πήγαινε
άιντε και νύχτωνε
πίσω του δάσος ορφανό
άφηνε μιαν ουρά καπνό
στο ματωμένο δειληνό
άιντε ντε
Άιντε και ντε…

μες στην πετσέτα το ψωμί και το κρομμύδι
ώρα για σχόλασμα παιδιά
ένας σπουργίτης μοναχά
τα ψίχουλα τσιμπολογά
άιντε και ντε…
Άιντε και ντε…

[…]»