Χρονογραφήματα ‘‘Εσυνελήφθην κλέπτων οπωράς’’

1613

Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

Σ΄ εμάς τους οι μεσήλικες (…γιατί να το κρύψομεν άλλωστε!) τα παιδικά μας καλοκαίρια δεν σφραγίζονταν με διακοπές στη θάλασσα, αλλά με φρουτοεπιδρομές στα οπωροφόρα, τα οποία όλο το καλοκαίρι μας πρόσφεραν απλόχερα τις λιχουδιές τους. Την φρουτοφαγία (παράνομη και ενίοτε νόμιμη) δεν μας την επέβαλλε ο διατροφολόγος μας, αλλά η αιωνίως ακόρεστη πείνα μας.

Στις φρουτοεπιδρομές μας εφαρμόζαμε κατά γράμμα, θα έλεγα, την εντολή του Δευτερονομίου: “Εάν εισέλθεις εις τον αμπελώνα (κ.λπ.) του πλησίον σου, φάγη σταφυλήν (ή κεράσια ή άλλα φρούτα) όσον η ψυχή σου (και όχι μόνο η κοιλιά σου) εμπλησθείναι, εις δε άγγος (τρουβάς) ούκ εμβαλείς”. Τούτος όμως ο φιλολαϊκός και θεόπνευστος νόμος καταργήθηκε από τους σημερινούς αντιλαϊκούς και ανθρωπόπνευστους ποινικούς νόμους. Έτσι σε κάθε επιχείρηση φρουτοκλοπής επικρέματο η δαμόκλειος σπάθη του νόμου.

Μπορούμε να κατατάξουμε χρονικά της φρουτοκλοπές σε δύο φάσεις.

Πρώτη ήταν η καλοκαιρινή και αφορούσε φρούτα άμεσα καταναλώσιμα, μη αποθηκεύσιμα και μη εμπορεύσιμα. Μόλις ρόδιζαν τα κεράσια, άρχιζε πανηγυρικά η περίοδος της κοινονοκτημονικής φρουτοφαγίας. Στη συνέχεια σειρά είχαν οι βελτιωμένες κορομηλιές και οι αχλαδιές, με ιδιαίτερη προτίμηση στα κρουστάλια. Από το στόχαστρό μας δεν ξέφευγαν οι ροδακινιές, οι μπαρδακιές κι ενίοτε οι δαμασκηνιές. Ήταν αδικήματα σε βαθμό πταίσματος και διώκονταν από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη.

Δεύτερη ήταν η φθινοπωρινή φάση και αφορούσε καρπούς αποθηκεύσιμους και εμπορεύσιμους. Έτσι την τιμητική τους είχαν τα σταφύλια, τα μήλα, μετά τα καρύδια και τα κάστανα. Όποιος είχε μαρονιά (κεντρωμένη καστανιά) πολύ λίγα μαρόνια περίσσευαν για τον ίδιον. Τούτα ήταν αδικήματα σε βαθμό πλημμελήματος και διώκονταν αυτεπάγγελτα ή κατ΄ έγκλησιν και επιλαμβάνονταν τα εντεταλμένα όργανα της πολιτείας.   

Δεν υπάρχει αρσενικός της κατηγορίας μου, που να μην έχει να διηγηθεί κάτι από τις ωποροκλεπτικές του δραστηριότητες.

Ένας φιλήσυχος και φρόνιμος μικρός, μέχρι κι αυτός λύγισε από τα θέλγητρα μιας μπαρδακιάς κι ανέβηκε να την διαγουμίσει. Τον βλέπει ο νοικοκύρης και του λέει άγρια: “Τι κάνεις εκεί πάνω ρε παλιόπαιδο;” κι ο πιρτσιρικάς του απαντά: “Δεν είμαι γω μπάρμπα”. Ο νοικοκύρης γέλασε με την καρδιά του κι ο μικρός τη σκαπούλαρε.

Όμως η βαρβαρότητα περίσσευε από τους εντεταλμένους χωρο-αγρο-φύλακες, που δεν εφάρμοζαν το Δευτερονόμιο, αλλά τους νόμους του κράτους. Όταν συλλάμβαναν τους λαθροφρουτοφαγάδες πιτσιρίκους, τους προσήγαγον εις το “Tιμήμα” και εγγράφοντο στο βιβλίο συμβάντων με το αδίκημα “εσυνελήφθην κλέπτων οπώρας”.

Εκτός από τα φρούτα επί των δέντρων, το καλοκαίρι στις κρυόβρυσες της πλατείας συνήθως λούονταν και δροσίζονταν τα εισαγόμενα, εξωτικά για μας, καρπούζια και ενίοτε πεπόνια. Η επιχείρηση αρπαγής τους ήταν υψηλού ρίσκου και αποτελούσε ιδιώνυμο έγκλημα. Έτσι όταν μια φορά την επιχείρησα, με συνέλαβαν τα όργανα της Τάξης και υπέστην, ως ληστής των ορέων, όλην την χωροφυλακίστικη αβροφροσύνη. Όμως ως πειναλέων και πωρωμένος κακοποιός συνέχισα, μέχρις ενηλικίωσης, να εφαρμόζω το Δευτερονόμιο. Μέχρι και σήμερα, όταν βρίσκω ευκαιρία, πειθαρχώ στις θείες εντολές του, μη ξεχνώντας βέβαια ότι για ένα μήλο, που έφαγαν λαθραία οι πρωτόπλαστοι χάσαμε το θεϊκό Παράδεισο, αλλά –κάποιοι- κερδίσανε τον γήινο!