Χρονογραφήματα.Το ‘Ησιόδειο άροτρο’.Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς.

28471

Αυτήν την εποχή, μετά τα πρωτοβρόχια, ο γεωργός είχε σε ετοιμότητα τα ζυγάλετρα για ν΄ αρχίσει τον αιώνιο κύκλο των γεωργικών του εργασιών.

Το πρώτο ταξίδι στα βάθη του ιστορικού χρόνου το κάναμε, με αφορμή μια φωτογραφία ενός αρότρου, στο μάθημα της Αρχαίας Ιστορίας της Ε΄ Γυμνασίου, που στη λεζάντα του έγραφε “Ησιόδειο άροτρο”. Ήταν ολόιδιο με αυτό, που ο καθένας είχε στο σπίτι του και τόλεγε “ησόδειο”.

Με το όργωμα η διαδικασία ανασκαφής του εδάφους είναι συνεχής και κατά συνέπεια πιο παραγωγική, σε σχέση με το σκάψιμο. Υπάρχουν δύο τρόποι οργώματος. Το όργωμα που αυλακώνει το έδαφος και αυτό που αναστρέφει το οργωμένο χώμα. Ησόδεια (ησιόδεια) έλεγαν τα άροτρα αυλακώσεως, αυτά δηλαδή που μόνο διεμβόλιζαν το χώμα αλλά δεν το ανέστρεφαν.

Το μακρύ ξύλινο ησόδειο λεγόταν βοϊδάλετρο όμως στην ουσία ήταν γελαδάλετρο. Τα βόδια στην Ευρυτανία δεν αφθονούσαν. Τα ελάχιστα που υπήρχα καλοπερνούσαν. Tα είχαν για ζευγάρωμα και όχι για όργωμα. Επίσης υπήρχε και το κοντό ξύλινο το αλογάλετρο.

Εκτός από το ξύλινα ησιόδεια, έργο των επιχώριων αλετράδων, κυκλοφορούσε και το σιδερένιο, έργο των βιοτεχνιών των κάμπων.

Το ξύλινο “ησόδιο”, μαζί με το σαμάρι, είναι δυο θαυμαστές κατασκευές εξ ολοκλήρου από ξύλο, με τέτοιες όμως συναρμογές, ώστε να αντέχουν τις σκληρές καταπονήσεις των δυο επαχθέστερων εργασιών του αγρότη, του οργώματος και των μεταφορών.

 

 

 

 

 

Τα ξύλα που αποτελούν το κορμό του ξυλάλετρου είναι το ελάτινο σταβάρι και το πλατανίσιο κουντούρι, όπως κατασκευάζονταν στο χωριό μου, που αφθονούσαν και τα δυο αυτά δένδρα. Αυτά έπρεπε να έχουν από φυσικού τους το ανάλογο σχήμα και ο νοικοκύρης έπρεπε να τα εντοπίσει μεταξύ χιλιάδων άλλων. Έτσι πάντα είχε τα μάτια του ανοιχτά κι όταν τα εντόπιζε τα έκοβε αβλεπί και τα αποθήκευε στα χαγιάτια του.

Αυτήν την αλήθεια πρόβαλλε ο παρακάτω μύθος.

Ήτανε –λέει- σαράντα βλάχοι κάτω από ένα θεόρατο πλάτανο. Ένας βλέπει ένα κλωνάρι και λέει: “Ωραίο κλωνάρι για κουντούρι”. Συμφώνησαν κι οι άλλοι. Όμως πώς να το κόψουν, αφού κανένας δεν είχε τσεκούρι. Ένας πρότεινε: “Θα ανέβω στο πλάτανο και θα κρεμαστώ από το κλωνάρι, μετά ένας θα ανεβείτε και σεις και θα πιαστούμε ο ένας από τον άλλο κι από το βάρος θα κοπεί το κλωνάρι”. Έτσι έγινε και έφτιαξαν μια ανθρωποαλυσίδα, που ξεκίναγε από το κλωνάρι. Σε κάποια στιγμή στέγνωσαν τα χέρια του πρώτου και γλίστραγαν. Απολιέται από το κλωνάρι για να τα φτύσει κι έτσι όλοι έπεσαν κάτω και σκοτώθηκαν.

Επίσης λέγαμε για κάποιον που ανακάλυψε κάτι το αυτονόητο: “βρήκε η νύφη το υνί πίσω από την πόρτα”. Και τούτο λεγόταν γιατί όταν έμπαινε η νύφη για πρώτη φορά στο σπίτι έβαζαν στο κατώφλι ένα υνί (το φαλλόμορφο παπουτσόυνο) και το δρασκέλαγε. Ήταν μια τελετουργία γονιμότητας.

Ήθελα να τονίσω ότι τα περισσότερα χωράφια μας ήταν “πετροχώραφα” γι΄ αυτό χρησιμοποιούσαμε το “ησόδειο”. To υνί όμως σωνόταν γρήγορα απ΄ τις πέτρες γι΄ αυτό και το πηγαίναμε κάθε λίγο στο γύφτο για βούλωμα.